![]() |
Βοήθεια, φίλοι συγγενείς, δημόται μου, γειτόνοι,
και μ’ όλα του τα δυνατά στο ξύλο με σκοτώνει
ο γιόκας μου, το σπλάχνο μου… τι συμφορές! αλί μου!
πάει και το σαγόνι μου, πάει κι η κεφαλή μου.
Ω φαύλε, τον πατέρα σου ξυλίζεις;
Ναι, πατέρα.
Βλέπετε σεις; ομολογεί πως με ξυλίζ’ η λέρα.
Το βεβαιώνω και πολύ προς όλους φανερά.
Ω πατροκτόνε, κλέφταρε, και φύσις μιαρά.
Αυτά και περισσότερα λέγε για μένα, γέρο…
πολλά ν’ ακούω και κακά δεν ξέρεις πόσον χαίρω.
Αχρείε, πηγαδόκωλε.
Ρόδα πολλά με ραίνεις.
Πως τον πατέρα σου κτυπάς δεν το καταλαβαίνεις;
Ναι μα τον Δία, και θα πω
ότι δικαίως σε κτυπώ.
Αλλ’ όμως, μιαρότατε, πώς τάχατε μπορεί
δικαίως τον πατέρα του κανένας να βαρεί;
Θα τ’ αποδείξω φανερά με λόγων αντιρρήσεις,
κι εγώ θα μείνω νικητής…
Σ’ αυτό θα με νικήσεις;
Βεβαίως, ευκολότατα σε τούτο θα σε πείσω,
κι από τους λόγους διάλεξε ποιον θέλεις να μιλήσω.
Ποιους λόγους λες;
Ή τον μικρόν ή τον μεγάλον; λάλει.
Μα τους Θεούς σ’ εσπούδασα, ταλαίπωρο κεφάλι,
ν’ αντιμιλείς αληθινά
σ’ όλα τα δίκια τα τρανά,
σαν καταφέρεις κι εις αυτό να σε πιστεύσω, τέρας,
πως είναι πρέπον τα παιδιά να δέρνουν τους πατέρας.
Θαρρώ σ’ αυτό πως θα πεισθείς, κι όταν και συ μ’ ακούσεις
δεν θα ’χεις τίποτα να πεις, μηδέ να μ’ αντικρούσεις.
Λέγε, θέλω να σ’ ακούσω…
Τώρα, γέρο, να φροντίσεις
πώς τον νέον θα νικήσεις.
Αν εις τούτο που σου λέγει δεν επίστευεν αυτός
θα ’χε την αναισχυντίαν να σε δείρει προπετώς;
Κάτι πράγμα τον θρασύνει, κι εκδηλούται φανερόν
το πολύ του νέου θάρρος. Συ δ’ οφείλεις στον χορόν
ν’ αναπτύξεις δίχως άλλο πώς αρχίσατε την μήνιν
και την μάχην σας εκείνην.
Την αιτία θα σας πώ, που πιαστήκαμε γερά,
ενώ τρώγαμε κι οι δύο στο τραπέζι μια χαρά,
καθώς ξέρετε και σεις, είπα προς τον Φειδιππίδη
με την λύρα να μου πει κάτι τι του Σιμωνίδη,
να μου ψάλει το κριάρι δηλαδή το κουρεμμένο,
αλλ’ ευθύς εκείνος μου ’πε μ’ ένα μούτρο θυμωμένο
πώς συρμός αρχαίος είναι και της εποχής εκείνης
το να παίζεις την κιθάρα και να τραγουδείς σαν πίνεις,
όπως κάνουν η γυναίκες σαν αλέθουνε κριθάρι.
Και δεν έπρεπ’ ευθύς τότε να σ’ αρχίσω στο στειλιάρι,
κατά γης να σε ξαπλώσω και να σε τσαλαπατήσω,
που σαν να ’γευες τζιτζίκια μου ’λεγες να τραγουδήσω;
Τέτοια μου ’λεγε και τότε μέσ’ στο σπίτι κυνικώς
κι είπε πως ο Σιμωνίδης είναι ποιητής κακός,
κι εγώ μόλις τον θυμό μου τον κρατούσα στην αρχή
με πολλή μου ταραχή,
και κατόπιν του ξανάπα: «πάρε της μυρτιάς κλαδί,
Κι έλ’ απ’ τον Αισχύλο κάτι να μου πεις, καλό παιδί».
Εγώ μόνο τον Αισχύλο πρώτο ποιητή θαρρώ,
αλλ’ ευθύς ο νέος μου ’πε πως τον βρίσκει βροντερό,
ακατάστατο, τραχύ, λόγια φουσκωτά γεμάτο…
πώς συγχύστηκα γι’ αυτό κι όλος έγιν’ άνω κάτω,
μα τον τόσο μου θυμό τον κατάπια τότε πάλι
κι είπα στο παιδί να ψάλει
κάτι νέον απ’ αυτά, που σοφά περνούνε τώρα,
όταν τούτος πήρε φόρα
κι Ευριπίδη τραγουδεί,
πώς επήρε δηλαδή
αδελφός την αδελφή του, που μιας μάνας ήσαν φύτρα.
φρίξον, Ηρακλή μου, σκέπη στα δεινά παρηγορήτρα!
Τότ’ εξέσπασα στ’ αλήθεια κι αρχινώ γερό βρισίδι
και πατόκορφα τον λούζω τον καλό σας Φειδιππίδη,
κι έτσι λόγο με τον λόγο, καθώς είναι φυσικό,
μάλλωμ’ άναψε κακό,
και πηδά σ’ εμέν’ απάνω το καμάρι του σπιτιού,
και με πνίγει, μ’ αφανίζει,
με κτυπά, με κοπανίζει,
και με κάνει τ’ αλατιού.
Και δικαίως δεν νομίζεις πως τις έφαγες καλές,
που σοφόν τον Ευριπίδην κορυφαίον δεν τον λες;
Πώς; σοφότατος εκείνος; τι να λέγ’ ο κακομοίρης;…
αλλά πάλι θα με δείρεις.
Και δικαίως μα τον Δία.
Πώς δικαίως, αναιδή;
που σ’ ανέθρεψα μικρούλη, και σαν τραύλιζες παιδί
καταλάβαινα τι θάχεις στο μυαλό σου το μικράκι…
μπου σαν ήθελες ψευδίσει σου ’δινα να πιεις νεράκι,
σαν εγύρευες μαμμά σου’ φερνα ψωμί κοκό,
και σαν φώναζες κακά σ’ έπαιρνα, παιδί κακό,
κι απ’ το σπίτι μας απέξω σε βαστούσα να τα κάνεις…
αλλά συ με πνίγεις τώρα κι από τον λαιμό με πιάνεις,
κι όταν έσκουζα κι εγώ με βοής ξεφωνητά
πως με σφίγγει χεζουριό, συ δεν τ’ άκουγες αυτά,
μήτε μ’ έβγαλες απέξω να τα κάνω στον αέρα,
και μ’ εσφίξαν τα κακά μου και τ’ αμόλησ’ αυτού πέρα.
Η ψυχή πηδά των νέων μ’ όσα τούτος θα λαλήσει,
κι αν αυτός τοιαύτα πράξας με τους λόγους του μας πείσει,
ε! μα τότε κανείς πλέον των γερόντων το τομάρι
μήτε για παλιορεβίθι δεν αξίζει να το πάρει.
Αλλά συ, που νέας γνώμας ξεσκαλίζεις και κινείς,
πείσε μ’ αποχρώντας λόγους ότι δίκαια φρονείς.
Τι καλόν το να λαλείς νέας γνώμας και σοφάς
και τους νόμους να μπορείς τους παρόντας ν’ αψηφάς.
Όταν πρόσεχα στους ίππους και μ’ εκείνους είχα πάθος
τρία λόγια να μιλούσα και τα τρία θα ’ταν λάθος,
αλλ’ αφότου μου ’πε τούτος να μουντζώσω τους ιππείς
και με σκέψεις και με γνώμας ομιλώ της προκοπής,
θ’ αποδείξω πως δικαίως τον πατέρα τιμωρώ.
Ρίξου στ’ άλογα σαν πρώτα, πιο καλύτερα θαρρώ
δίφρους κι άλογα να τρέφω, παρά τούτο το κουφάρι
να σαπίσει στο στειλιάρι.
Όπου μου ’κοψες τον λόγον επανέρχομαι, κι αυτό
πρώτα πρώτα σ’ ερωτώ.
Μ’ έδερνες παιδί σαν ήμουν;
Ναι, βεβαίως σε κτυπούσα
γιατί φρόντιζα για σένα και σαν γιο μου σ’ αγαπούσα.
Λοιπόν κι εγώ, πατέρα μου, δικαίως δεν οφείλω
να σ’ αγαπώ παρόμοια και να σου δίνω ξύλο,
αφού το ξυλοφόρτωμα δεν είναι παρά χάδι
και της στοργής σημάδι;
Πώς το δικό σου το κορμί χωρίς πληγές να μένει
και το δικό μου το πετσί στειλιάρι να χορταίνει;
Κι όμως ελεύθερος κι εγώ βγήκα στο φως της σφαίρας…
κλαιν τα παιδιά, μα δεν φρονείς πως πρέπει κι ο πατέρας;
Εσύ θα πεις το κλάψιμο πως είναι για μωρά,
ο γέρος όμως γίνεται μωρό διπλή φορά,
και πρέπ’ οι γέροντες να κλαιν των νέων περισσότερον
ως είναι πρέπον από μας να σφάλλουν ολιγότερον.
Το να δέρνουν τον πατέρα πουθενά δεν είναι νόμος.
Άνθρωπος κι ο νομοθέτης σαν κι εμάς δεν ήτο; κι όμως
έπειθε τους τότε λέγων… πως κι εγώ δεν ημπορώ
μ’ ένα νέον νόμον τώρα στα παιδιά να συγχωρώ
τους πατέρας των να δέρνουν; όσο φάγαμε στειλιάρι,
πριν ο νόμος κύρος πάρει,
χάρισμα σ’ αυτούς ας μένει
κι είμαστε καλά δαρμένοι.
Σκέψου πως κι οι πετεινοί κι όλα τα λοιπά τα κτήνη
τους πατέρας των κτυπούν… κι όμως από μάς εκείνοι
σε τι τάχα διαφέρουν; μόνο πένα που δεν πιάνουν
και ψηφίσματα δεν κάνουν.
Αμ’ σαν θέλεις και καλά με τους πετεινούς να μοιάζεις
πώς δεν τρως την κοπριά και στο ξύλο δεν κουρνιάζεις;
Ένα πράγμ’ αυτό δεν είναι, κι ο Σωκράτης δεν ’μπορεί
όπως λες να το θαρρεί.
Μη γι’ αυτά ξυλιές μού δώσεις,
ειδεμή θα μετανοιώσεις.
Μα πώς; ειπέ μου.
Δίκαιον, παιδί μου, το νομίζω
εγώ να σε ξυλίζω,
και συ τον γιο σου να κτυπάς, αν καμιά μέρα κάνεις…
Και σαν δεν κάνω; τότε συ γελώντας θα πεθάνεις
κι εγώ καλά τις έφαγα...
Θαρρώ πως δίκια λέει,
δημόται συνομήλικοι και φίλοι γηραλέοι.
Κι εγώ νομίζω φρόνιμον σ’ αυτούς να συγχωρούμε
όσα σωστά θαρρούμε.
Δικαίως τιμωρούμεθα τα πονηρά σαν κάνομε.
Άκουσε κι άλλη σκέψι μου…
Τι συμφορά μου! χάνομαι.
Κι ίσως εκείνο που ’παθες δεν σε δυσαρεστήσει.
Μα δεν μου λες, η σκέψις σου σε τι θα μ’ ωφελήσει;
Το ξύλο που ’φαγες εσύ θα φάει κι η μητέρα.
Τι λες; Καινούρια συμφορά πολύ μεγαλυτέρα.
Κι αν με τον λόγον τον μικρόν νικήσω και σου πω
πως πρέπει την μητέρα μου να την ξυλοκοπώ;
Αν και τη μητερούλα σου το χέρι σου κτυπήσει,
τότε νομίζω τίποτα πως δεν θα σε κρατήσει
να πέσεις μες στο βάραθρο και συ κι ο δάσκαλός σου,
κι ο λόγος ο μικρότερος, που πήρε το μυαλό σου.
Για σας, Νεφέλες, μες σ’ αυτές τις συμφορές μπερδεύτηκα
αφότου στα χεράκια σας ο μαύρος εμπιστεύτηκα.
Συ τούτων μόνος αίτιος, συ μόνος δυστυχής,
οπού προς σκέψεις πονηράς εστράφης εξ αρχής
Πώς τότε δεν μου τα’ πατε και δεν μ’ εδασκαλέψατε,
αλλά του γέρου χωρικού τις βίδες εσαλέψατε;
Πάντοτε κάμνομεν αυτά εις πάντα πονηρόν
ως ότου να τον ρίψωμεν εις τρόμους συμφορών,
και μάθει τότε τους Θεούς δεόντως να φοβείται.
Αλί, Νεφέλες, αυστηρά, μα δίκαια λαλείτε.
Δεν έπρεπε τα δανεικά να τ’ αρνηθώ ποτέ μου.
μα τώρα λάβ’ εκδίκησιν και σπάσε, φίλτατέ μου,
τον Χαιρεφώντα τον αισχρό κι εκείνον τον Σωκράτη,
που μας γελούσαν και τους δυο με δόλο και μ’ απάτη.
Δεν κάνω στους δασκάλους μου μια τέτοιαν αδικία.
Τον Δία των πατέρων μας σεβάσου…
Τι βλακεία!
Τον Δία των πατέρων μας… σωστάς δεν έχεις φρένας…
υπάρχει Ζευς κανένας;
Υπάρχει Ζευς.
Όχι, ποσώς δεν είναι πουθενά,
ο Σίφουνας τον έδιωξε και τούτος κυβερνά.
Κανένας δεν τον έδιωξε… το πράγμ’ αυτό μονάχα
εγ’ ο φτωχός το νόμιζα… μα τι μυαλά σού τα ’χα,
όταν κι αυτόν τον Σίφουνα Θεό τον είχα πάρει.
Εδώ μονάχος σφύριζε και σαν τρελός φλυάρει.
Αλί! τι τρέλες μ’ έδερναν όταν σαν παλαβός
για τον Σωκράτη τους Θεούς τους έδιωξ’ ασεβώς,
πλην, φίλ’ Ερμή, παρακαλώ να μη με τιμωρήσεις,
να δώσεις τόπον στην οργή και να με συγχωρήσεις,
που με τα σαλιαρίσματα μού σήκωσαν τον νου,
και συ σ’ εμένα βοηθός και σύμβουλος γενού,
αν πρέπει μπρος στους δικαστάς να τους κατηγορήσω,
καν άλλο φρόνιμον θαρρείς πες να τους τιμωρήσω.
Καλά μου λες πως αγωγή δεν πρέπει να τους κάνω,
αλλά μιαν ώρ’ αρχήτερα φωτιά μού λες να βάνω
στο σπίτι των σαλιάρηδων, που μ’ έφεραν σε τρέλα…
εμπρός, Ξανθία, τρέξ’ εδώ, πάρε την σκάλα κι έλα,
φέρε μαζί και το τσαπί, κι εμέν’ αν αγαπάς,
ανέβ’ απάνω στο Σχολειό, κι αρχίνα να κτυπάς
του ρημαδιού των την σκεπή
και σκάψε την με το τσαπί,
ως που το δώμ’ απάνω των να πέσει να τους λιώσει…
δάδ’ αναμμένη γρήγορα κανένας ας μου δώσει
να τιμωρήσω σήμερα κι εγώ τους φαφλατάδες
και τις ψευτοφυλλάδες.
Αλίμονον!
Φλόγα πολλή, δαδί μου, να πετά.
Ε! συ τι κάνεις, άνθρωπε;
Τι κάνω μ’ ερωτάς;
ψιλολογώ στα σοβαρά
με του σπιτιού τα πατερά!
Αλίμονον! ποιος άθλιος μάς πυρπολεί το σπίτι;
Εκείνος, που του κλέψατε το ρούχο, λωποδύτη.
Μας πέθανες.
Αυτό ζητώ μ’ επιθυμιά μεγάλη,
αν δεν τσακίσει το τσαπί και ψεύτη δεν με βγάλει,
κι αν πριν εγώ δεν γκρεμιστώ,
φαρδύς πλατύς και τσακιστώ.
Αληθινά, τι κάνεις συ στην στέγην εκεί πέρα;
Παρατηρώ τον ήλιον και τρέχω στον αέρα.
Αλίμονον! ο δύστηνος, ο τάλας θα πνιγώ.
Θα μείνω στάκτη μοναχή κι ο δύσμοιρος εγώ!
Ποιος τους Θεούς σάς έμαθε ξετσίπωτα να βρίζετε
και με σπουδή του φεγγαριού τον πάτο ν’ αντικρύζετε;
Ρίξου τους, κτύπα, γκρέμιζε και για πολλές κακίες,
προ πάντων δε που στους θεούς εκάναν αδικίες.
Προβαίνετ’ έξω, θεαταί, και σήμερ’ αρκετά
θαρρώ πως σας εψάλαμεν… σας φθάνουν τώρ’ αυτά.