Οι όμορφες διακρίσεις όμορφα καίγονται
Στο προηγούμενο σημείωμά μου είχα χρησιμοποιήσει τη φράση
του τίτλου, και υποσχέθηκα να αφιερώσω ολόκληρο (και μάλλον μεγαλούτσικο) νέο
σημείωμα στο φαινόμενο αυτό, δηλαδή στην κατάργηση της λεπτής διάκρισης μεταξύ
του ως και του σαν.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν η δημοτική
απελευθερωμένη από τα θεσμικά δεσμά δοκίμαζε, άτσαλα ενδεχομένως και πάντως
ψηλαφητά, το νέο έδαφος, ένα από τα αγαπημένα θέματα όσων (καλοπροαίρετα ή όχι)
κρατούσαν κριτική στάση απέναντι στο νέο αυτό φαινόμενο, ήταν ότι με τον άκρατο
εκδημοτικισμό "ισοπεδώνονται λεπτές
διακρίσεις". Η περίπτωση που ίσως ενσάρκωσε περισσότερο παραδειγματικά την
κριτική αυτή, ήταν η λεπτή διάκριση μεταξύ του σαν και του ως. Μάλιστα, ο Θ. Τάσιος νομίζω, σε ένα αξιόλογο κείμενό του για τις
ασθένειες της νεοελληνικής, καυτηρίασε την, όπως την ονόμασε, σανίτιδα, δηλαδή την τάση να χρησιμοποιείται
αδιακρίτως το σαν στη θέση του ως, τόσο εκεί που θεμιτά μπορεί να
το αντικαταστήσει, όσο και εκεί που δεν μπορεί. (Παρένθεση: δυστυχώς δεν έχω
φυλάξει αυτό το αξιόλογο κείμενο -θυμάμαι πάντως δύο ακόμη από τις ασθένειες,
τον "πουπουισμό", δηλ. την τάση για
αλλεπάλληλα που, και τον "μεχριτισμό"
δηλ. την κατά τον συγγραφέα άκριτη χρήση του μέχρι αντί για το έως).
Έλεγαν λοιπόν οι θεματοφύλακες της λεπτής διάκρισης ότι τα
μόρια σαν και ως δεν είναι το ίδιο πράγμα, ότι το σαν δεν
είναι το δημοτικό αντίστοιχο του ως και ότι δεν μπορούν να το
αντικαταστήσει σε όλες του τις χρήσεις, αλλιώς ισοπεδώνουμε, φτωχαίνουμε τη
γλώσσα, παθαίνουμε μύρια όσα δεινά. Μάθαμε λοιπόν ότι στη δημοτική, το σαν
μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται όταν εισάγει παρομοίωση ("Ο Γιάννης
δουλεύει σαν σκλάβος", δηλαδή πολύ σκληρά) αλλά όχι όταν εισάγει
κατηγορούμενο (δηλαδή όχι "Ο Γιάννης δουλεύει σαν υπάλληλος"). Αν
χρησιμοποιήσουμε το "σαν", έλεγαν, το νόημα της φράσης είναι ότι ο
Γιάννης δεν είναι υπάλληλος, αλλά δουλεύει "σαν να ήταν" υπάλληλος,
δηλαδή ενδεχομένως ράθυμα, χωρίς ζήλο. Να η λεπτή διάκριση προς αγαλλίαση όλων!
Στις χρήσεις όπου εισάγεται κατηγορούμενο, το ως πρέπει να διατηρείται: αν πούμε ότι κάποιος «μιλάει ως αυθεντία»
σημαίνει ότι τον θεωρούμε αυθεντία στον τομέα του, και ότι όσα λέει έχουν κύρος,
ενώ αν πούμε «μιλάει σαν αυθεντία» σημαίνει ότι δεν τον θεωρούμε αυθεντία αλλά
έναν κακομοίρη δοκησίσοφο που λέει ανοησίες.
Αλλού πάλι, το καθαρευουσιάνικο ως είναι περιττό στη
στρωτή δημοτική. Η καθαρεύουσα έλεγε, ας πούμε, "υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης
στον Αλμυρό", "τοποθετήθηκε ως διοικητής στο 1ο Τάγμα Πεζικού". Η
δημοτική λέει: "υπηρέτησε γυμνασιάρχης στον Αλμυρό",
"τοποθετήθηκε διοικητής στο 1ο Τάγμα Πεζικού". Αν πούμε
"τοποθετήθηκε σαν διοικητής", υποστηρίζουν οι θεματοφύλακες των
λεπτών διακρίσεων, είναι σαν να υπονοούμε ότι δεν ήταν ακριβώς διοικητής, αλλά
κάτι "σαν" διοικητής, κάποιο υποκατάστατό του. (Αυτό το παράδειγμα
αναφέρθηκε στο προηγούμενο σημείωμά μας).
Η
καταγγελία αυτή των δήθεν ακροτήτων της δημοτικής
θέλησε να πετύχει μ’ ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια: καταγγέλλοντας δηλαδή την
ξύλινη κομματοπαγή δημοτική, ορισμένοι χτυπούσαν και
την αριστερά, και τη δημοτική, και τις οργανωμένες νεολαίες. Πάντως, πολλοί «κομματοπαγείς» πείστηκαν από την επιχειρηματολογία των
λεπτών διακρίσεων. Με κίνδυνο να πολιτικοποιήσω τη
στήλη να θυμηθώ κάτι πολιτικο-γλωσσικό. Το 1989, επί
συγκυβερνήσεως Τζανετάκη, η Μαρία Δαμανάκη, προεδρεύουσα
σε συνεδρίαση της Βουλής, είχε κλείσει τα μικρόφωνα στον Δημήτρη Τσοβόλα ο
οποίος είχε ξεπεράσει το χρόνο ομιλίας του, και αυτός διαμαρτυρήθηκε που δεν
τον αφήνουν «να μιλήσει σαν άνθρωπος». Σχολιάζοντας το επεισόδιο ο ανώνυμος
δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, ειρωνεύτηκε τον Τσοβόλα με όπλο τη «λεπτή διάκριση»:
σαν
άνθρωπος; άρα, δεν είναι άνθρωπος. Ο σχολιογράφος εδώ
έκανε λάθος, διότι παρέβλεψε ότι το «σαν άνθρωπος» έχει θέση επιρρήματος (ανθρωπινά)
και ισχυρότατη επικύρωση στη δημοτική και παροιμιακή χρήση. Ήταν όμως, έστω και
λαθεμένα, επιδοκιμασία της λεπτής διάκρισης, και μάλιστα από έναν ανανήψαντα
οπαδό της κομματοπαγούς δημοτικής.
Όμως, τόσο πετυχημένη ήταν η αντεπίθεση της καθαρεύουσας,
που στα χρόνια που ακολούθησαν, η λεπτή διάκριση δεν άντεξε. Το
"σαν", όπως και οι αναύξητοι αόριστοι (έκφρασε, υπόδειξε), θεωρήθηκαν
εγκλήματα καθοσιώσεως. Κόλλησε στο σαν η ρετσινιά της "ξύλινης
γλώσσας", του "κομματικού λόγου", της ισοπέδωσης. Και βέβαια, η
μπάλα πήρε και δικαίους και αδίκους. Μαζί με την υποτίθεται καταχρηστική χρήση
του σαν, εξοβελίστηκε, στη γλωσσική συνείδηση πολλών χρηστών, και η
εντελώς θεμιτή και επιβεβλημένη.
Κι έτσι η "λεπτή διάκριση", την οποία ως κόρην οφθαλμού υποτίθεται ότι ήθελαν να περιφρουρήσουν οι
επικριτές του "άκρατου δημοτικισμού", πάλι χάνεται. Αν υποθέσουμε στα
πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης εμφανιζόταν παντού το σαν, εδώ και
μερικά χρόνια κυριαρχεί ολοκληρωτικά το ως –όχι μόνο ορθά, εκεί που
εισάγει κατηγορούμενο, αλλά και λανθασμένα εκεί που εισάγει παρομοίωση. Πολλοί
μάλιστα, ακόμα και στον προφορικό λόγο, επειδή το σαν έχει καταντήσει να
θεωρείται ανελλήνιστο ή σημάδι λειψής καλλιέργειας, μεταφράζουν εκφράσεις της
δημοτικής, και ακούς μαργαριτάρια όπως "την έπαθα ως αγράμματος"
(άρα, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, ο χρήστης ομολογεί ότι είναι
αγράμματος), ή "την πάτησα ως ζώον".
Καλύτερα όμως κάποιος σήμερα να θεωρηθεί ζώον, παρά
ξύλινος και κομματοπαγής ισοπεδωτής.
Και όχι μόνο στον προφορικό λόγο. Δημοσιογράφοι, και
μάλιστα καλοί, χρησιμοποιούν καταχρηστικά το ως και για παρομοίωση. 'Οπως ο Χρ. Μιχαηλίδης,
στην Ελευθεροτυπία (2 Δεκ. 1999, σελ. 64) που λέει ότι ο "υπουργός
'Αμυνας των ΗΠΑ ...
περιφέρεται ανά την Ευρώπη ως φτηνός γυρολόγος". 'Αραγε, ο Χ.Μ. πιστεύει ότι είναι
γυρολόγος ο Ουίλιαμ Κοέν;
Γιατί έτσι προκύπτει από την αυστηρή ερμηνεία της φράσης. Αλλά βέβαια, ο καλός
δημοσιογράφος απλώς ήθελε να αποφύγει το ξορκισμένο σαν. Ξέρεις τι θα
πει να θεωρηθείς "φορέας ξύλινης γλώσσας"; Καλύτερα το Γκουαντανάμο!
Με την ισοπεδωτική χρήση του ως έχει ασχοληθεί εκτενώς στα κείμενά του και ο Γ.Χάρης
(«Το ως σαν οδοστρωτήρας» είναι ο ευφυέστατος τίτλος μιας από τις επιφυλλίδες
που έχει αφιερώσει στο φαινόμενο αυτό), ο οποίος ύστερα από εξαντλητική ανάλυση
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορούμε, χωρίς ενοχές, να χρησιμοποιούμε σχεδόν
αδιάφορα το ως ή το σαν στον λόγο μας, ότι η λεπτή διάκριση
στη χρήση τους, αν ποτέ υπήρχε, έχει σήμερα εντελώς εξαφανιστεί.
Ίσως αυτό θλίψει μερικούς, όμως
έτσι ήταν πάντοτε· οι λεπτές γλωσσικές διακρίσεις συνήθως υπήρχαν περισσότερο
στο μυαλό ορισμένων λογίων και λιγότερο στην πραγματική χρήση. Πριν από εκατό
και πάνω χρόνια, οι νεοαττικιστές είχαν επιχειρήσει
να αναστήσουν μιαν άλλη λεπτή διάκριση, της αρχαίας, τον μέσο αόριστο: οικοδομώ, έλεγαν, σήμαινε για τους
αρχαίους «χτίζω το σπίτι με δική μου ενέργεια», είμαι οικοδόμος· οικοδομούμαι, έλεγαν, σήμαινε «πληρώνω άλλους και το χτίζουν για
λογαριασμό μου». Η λεπτή αυτή διάκριση, όσο θελκτική κι αν ήταν στο χαρτί, δεν
μπόρεσε τελικά να επιζήσει στην καθαρεύουσα της εποχής (αν και μας κληροδότησε
μερικά μέσα όπως το αιτούμαι που στην
πράξη είναι εντελώς συνώνυμα με τα ενεργητικά τους). Όμως, όπως αναλύει με
απολαυστικό σαρκασμό ο Ροΐδης στα Είδωλα
(στο κεφάλαιο «Οι αττικισταί») οι δοκιμότεροι
αρχαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως ενεργητικούς και μέσους αορίστους
και για τις δύο σημασίες, συχνά στην ίδια πρόταση, και συχνότερη ήταν η
παράβαση του υποτιθέμενου κανόνα, παρά η τήρησή του!
© 2004 Νίκος Σαραντάκος
sarant@pt.lu