Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία – Ο παπαράτσι ή μήπως ο παπαράτσος;

 

Το κομμάτι αυτό το έγραψε αρχικά ο Νίκος Λίγγρης στο φόρουμ Λεξιλογία, αντλώντας υλικό από το λεξικογραφικό δελτίο World Wide Words του Michael Quinion. Παρένθεση: Αν αγαπάτε τη γλώσσα ή/και αν ασχολείστε με τη μετάφραση, σας υπόσχομαι ότι θα βρείτε πολλά απολαυστικά και ενδιαφέροντα, τόσο στη Λεξιλογία όσο και στο δελτίο του Quinion. Ας επιστρέψουμε όμως στον παπαράτσι (ή παπαράτσο). Κατά σύμπτωση, με το ίδιο θέμα είχα ασχοληθεί κι εγώ παλιότερα και μάλιστα είχα αλληλογραφία με τον Quinion, οπότε, με την άδεια του Λίγγρη, ξαναγράφω το άρθρο του προσθέτοντας τα δικά μου.

Ο Tazio Secchiaroli, ο φωτογράφος που χρησίμεψε σαν έμπνευση στον Φελίνι

Ο Tazio Secchiaroli, ο φωτογράφος που χρησίμεψε σαν έμπνευση στον Φελίνι

Όπως ξέρουν όλοι, τον ενοχλητικό φωτογράφο που δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί τους πλούσιους και διάσημους, τον λέμε παπαράτσι, λέξη δανεική από τα ιταλικά. Στα ιταλικά, το paparazzi είναι πληθυντικός, ο ενικός είναι paparazzo, εμείς όμως, αρχικά τουλάχιστον, στη δεκαετία του 1960 που έγινε ο δανεισμός, πήραμε τη λέξη από τον πληθυντικό κι έτσι καθιερώθηκε.

Για την ιταλική λέξη paparazzo, ισχύει κάτι αρκετά σπάνιο· έχουμε τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής της, αλλά παρόλ’ αυτά υπάρχουν τουλάχιστον τρεις εκδοχές για την ετυμολογία της. Όλα ξεκίνησαν μια πνιγηρή καλοκαιρινή βραδιά, πριν από μισόν αιώνα και κάτι.

Είναι Αύγουστος τού 1958. Στη θρυλική Βία Βένετο, το στέκι των «επωνύμων» στη Ρώμη, κάνει αφόρητη ζέστη. Πάνω στις βέσπες τους, ο Τάτσιο Σεκιαρόλι και τρεις συνάδελφοί του, «φωτορεπόρτερ του δρόμου» όπως τους έλεγαν τότε, κυκλοφορούν βαριεστημένοι αναζητώντας φωτογραφικά θέματα που θα τους εξασφαλίσουν το νυχτοκάματο. Θα σταθούν τυχεροί. Πρώτα, θα πέσουν πάνω στον έκπτωτο βασιλιά Φαρούκ της Αιγύπτου, καθισμένο ανάμεσα σε δύο κυρίες που καμιά δεν είναι η σύζυγός του. Το φλας ανάβει και ο Σεκιαρόλι φωτογραφίζει τον μονάρχη. Ο Φαρούκ εκτοξεύει ένα τραπέζι και θέλει να σπάσει τη μηχανή. Ένας δεύτερος φωτογράφος απαθανατίζει τη σκηνή. Αλλά υπάρχει και συνέχεια. Λίγο παρακάτω, ο Σεκιαρόλι αιφνιδιάζει τον Τόνι Φραντσιόζα (που ήταν ακόμα παντρεμένος με τη Σέλεϊ Γουίντερς) τη στιγμή που φιλάει την Άβα Γκάρντνερ. Και μετά τσακώνουν την Ανίτα Έκμπεργκ να βγάζει σέρνοντας τον μεθυσμένο σύζυγό της από κάποιο κλαμπ. Σε κάθε φωτογράφηση οι διάσημοι αντιδρούν βίαια.

Τις επόμενες μέρες οι φωτογραφίες είδαν το φως της δημοσιότητας στις ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά. Όπως είχε πει ο Σεκιαρόλι, εκεί που οι φωτορεπόρτερ έπαιρναν 3.000 λιρέτες για μια στημένη πόζα, ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να πάρουν 200.000 λιρέτες για ενσταντανέ που έδειχναν τους διάσημους να επιτίθενται στους φωτογράφους που τους είχαν κάνει τσακωτούς.

Αφίσα της ταινίας Ντόλτσε Βίτα

Αφίσα της ταινίας Ντόλτσε Βίτα

Εκείνο τον καιρό ο Φεντερίκο Φελίνι ετοιμάζει μια ταινία για το νέο πρόσωπο της Ρώμης ως κέντρου συνεύρεσης της παρηκμασμένης υψηλής κοινωνίας των καφέ-μπαρ και των πάρτι. Επικοινωνεί με τον Σεκιαρόλι και του ζητά τα φώτα του. Στην ταινία La Dolce Vita (1960), ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι παίζει έναν δημοσιογράφο που γράφει τα «κοινωνικά» σε κάποια φτηνοφυλλάδα ενώ ο φωτορεπόρτερ φίλος του, ονόματι Παπαράτσο (παιγμένος από τον ηθοποιό Walter Santesso), είναι ένας ρόλος βασισμένος στις επαγγελματικές δραστηριότητες τού Σεκιαρόλι. Η ταινία πρόσθεσε δύο νέους όρους στο διεθνές λεξιλόγιο: η ανέμελη και τρυφηλή ζωή των πλουσίων θα λέγεται στο εξής ντόλτσε βίτα, ενώ οι φωτογράφοι που καραδοκούν να αιχμαλωτίσουν τις ιδιωτικές στιγμές των διασημοτήτων ονομάζονται έκτοτε παπαράτσι. Ο ίδιος ο Σεκιαρόλι απαρνήθηκε τη ζωή τού παπαράτσι και έγινε κολλητός των αστέρων, επίσημος φωτογράφος στα γυρίσματα του Φελίνι και προσωπικός φωτογράφος ηθοποιών όπως η Σοφία Λόρεν. Πέθανε το 1998, σε ηλικία 73 ετών, αφήνοντας πίσω του πλήθος αξέχαστες φωτογραφίες. Στο ανάμεσα, η λέξη παπαράτσι είχε προλάβει να ξαναέρθει στην παγκόσμια επικαιρότητα με τον χειρότερο τρόπο, όταν ένα χρόνο νωρίτερα, στις 31 Αυγούστου 1997, το κυνηγητό από τους παπαράτσι θεωρήθηκε υπεύθυνο για το δυστύχημα που στέρησε τη ζωή στη λαίδη Νταϊάνα και τον Ντόντι αλ-Φαγιέντ.

Πώς όμως προέκυψε το όνομα Παπαράτσο; Δηλαδή, γιατί βαφτίστηκε έτσι ο ήρωας της ταινίας; Σ’ αυτό το ερώτημα έχουν δοθεί τουλάχιστον τρεις απαντήσεις. Μια εκδοχή λέει ότι στην ιταλική αργκό, paparazzo είναι ο μπούμπουρας και ο Φελίνι είχε πει ότι έτσι φώναζαν έναν παιδικό του φίλο που του άρεσε να μιμείται το βουητό των εντόμων. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι στη διάλεκτο των Αμπρούτσε paparazze είναι τα μύδια, και ότι ο σεναριογράφος, που καταγόταν από τα Αμπρούτσε, παρομοίασε το ανοιγοκλείσιμο του φακού της φωτογραφικής μηχανής με το ανοιγοκλείσιμο του κελύφους του μυδιού και έδωσε αυτή την ονομασία στον ήρωά του. Όμως ο Ένιο Φλαϊάνο, που έγραψε το σενάριο της Γλυκιάς Ζωής μαζί με τον Φελίνι, αναφέρει στο βιβλίο του La Solitudine del Satiro (1973) ότι εκείνο τον καιρό διάβαζε το κλασικό ταξιδιωτικό βιβλίο του Άγγλου μυθιστοριογράφου Τζορτζ Γκίσινγκ By the Ionian Sea. Σ’ αυτό ο Γκίσινγκ περιγράφει ένα ταξίδι που έκανε στη νότια Ιταλία το χειμώνα του 1897-98. Στο Καταντζάρο της Καλαβρίας, ο Γκίσινγκ έμεινε στο ξενοδοχείο Albergo Centrale, που το είχε ένας ξενοδόχος ονόματι Κοριολάνο Παπαράτσο. Το όνομα άρεσε στον Φλαϊάνο και έτσι πέρασε στην ιστορία.

Walter Santesso, ο Παπαράτσο της Ντόλτσε Βίτα

Walter Santesso, ο Παπαράτσο της Ντόλτσε Βίτα

Το όνομα Paparazzo πράγματι είναι συχνό στην περιοχή του Καταντζάρο. Υπάρχει πιθανότητα να έχει ελληνική αρχή. Τουλάχιστον αυτό γράφει ο Μπρούνο Μιλιορίνι (Migliorini) στο βιβλίο του Nella foresta del vocabolario, όπου λέει ότι το επώνυμο Paparazzo προέρχεται από το ελληνικό Παπασαράτσης (σαράτσης είναι ο σελλοποιός). Προσωπικά, και με όλο το σεβασμό, έχω σοβαρές επιφυλάξεις για τη θεωρία αυτή, συν τοις άλλοις επειδή στα ελληνικά της κάτω Ιταλίας δεν συνηθίζονται τα τουρκικά δάνεια (διότι τουρκικό είναι το σαράτσης).

Τελειώσαμε; Όχι. Διότι, ενώ η λέξη είχε πολιτογραφηθεί στα ελληνικά ως ο παπαράτσι, άκλιτο βέβαια, τον τελευταίο καιρό, που πήρε το κουτάλι μας νερό και μορφωθήκαμε, όλο και συχνότερα βλέπει κανείς τον τύπο ο παπαράτσο, άλλοτε μεν άκλιτον (οπότε, να πεις, πάει κι έρχεται) κι άλλοτε κλιτόν ιταλοπρεπώς (ο παπαράτσο, οι παπαράτσι) σαν τους δήθεν ψαγμένους εκφωνητές που μιλάνε για κοντσέρτι (πληθυντικός του κοντσέρτου αν δεν το καταλάβατε) ή σαν τα ψώνια που όταν επευφημούν πολλούς στην όπερα φωνάζουν bravi! για να δείξουν πως μετέχουν της ιταλικής παιδείας αλλά όχι της ελληνικής αφού δεν πήραν χαμπάρι πως το μπράβο έχει γίνει επιφώνημα.

Προσωπικά, προτιμώ να μένει άκλιτος ο παπαράτσι και να μην «ενικοποιηθεί» σε παπαράτσο. Αφού έχει καθιερωθεί, καλώς καθιερώθηκε. Κι αν το τανκς τώρα που μάθαμε αγγλικά το βλέπουμε και στον αγγλοπρεπή ενικό, η φάμπρικα αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις δάνειες λέξεις γιατί τότε θα πρέπει να πούμε «το πιραζόκ» (ενικός του πιροσκί στα ρώσικα) ή «ο ταλέμπ» (ενικός του ταλιμπάν). Κι αν είναι να λέμε «ο παπαράτσο», τότε χίλιες φορές καλύτερα να το λέμε ελληνοποιημένο: ο παπαράτσος, του παπαράτσου, κατά τον παλιάτσο.

 

 

 

Επιστροφή στις ιστορίες λέξεων

Επιστροφή στις Λεξικογραφικές σημειώσεις
Σελίδες για τη γλώσσα