ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΥΧΑΡΗ

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Κώστας Φλώρης: Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Δημ. Γληνός ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

 

Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ (*)

Για να μιλήσει κανείς με κάποια ακρίβεια για το έργο του Ψυχάρη, πρέπει να το χωρίσει σε τρία:

στο γλωσσολογικό του έργο,

στο παναστατικό του έργο,

και στο λογοτεχνικό του έργο.

Εμείς θα εξετάσουμε πολύ σύντομα το γλωσσολογικό και παναστατικό του έργο μοναχά, δηλαδή θα εξετάσουμε τον Ψυχάρη σα γλωσσολόγο και σα καινοτόμο ή παναστάτη, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά και του έργου του και των ολίγω γεγονότων της ζωής του που θ’ αναφέρω.

Ο Γιάννης Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό στα 1854, στις τρεις του Μάη. Είναι χιώτικης καταγωγής, μα από οικογένεια αποκαταστημένη στην Πόλη, όπου πέρασε και τα παιδικά του χρόνια. Παιδί ακόμη άφησε την Πόλη και πήγε στο Παρίσι για τις σπουδές του. Φοίτησε στα εκεί λύκεια και πάντα είχε και ιδιαίτερο δάσκαλο έλληνα για τα ελληνικά. Ύστερα μαθητής της Σκολής των Ανωτέρω Σπουδών της Σορμπόνας, πέρασε δυο τις πιο δύσκολες εξέτασες που έχουνε στη Γαλλία, τη licence ès-lettres και ύστερα από ένα χρόνο μοναχά την agregation, δηλαδή του κλάδου γλωσσολογίας. Η agregation είναι μάλιστα διαγωνισμός, δέχονται λίγους, επειδή ορισμένος είναι ο αριθμός από την Κυβέρνηση. Εκείνη τη χρονιά διαγωνιστήκανε διακόσιοι πέντε, δεχτοί γενήκανε μόνο είκοσι εννέα. Το 'χουνε και για πολύ σπάνιο να πετύχει κανείς την πρώτη φορά που παρουσιάζεται, και ο Ψυχάρης όχι μόνο πέτυχε, μα κι απ' τους πρώτους βγήκε. Πρέπει να προστέσουμε πως μια και γίνεται κανείς agrégé στη Σορμπόνα, είτε του δίνουνε θέση καθηγητή αμέσως είτε όχι, ο νέος agrégé της Σορμπόνας αρχίζει να έχει αμέσως 500 φρ. το μήνα.

Τότε στα 1881 νιόβγαλτος agrégé ξέδωκε και το πρώτο του βιβλίο, μια μελέτη του μιας κωμωδίας του Λατίνου Τερέντιου, τους Αδελφούς, που και σήμερις ακόμη διδάσκεται στα λύκεια και στο πανεπιστήμιο. Και την ακόλουθη χρονιά παντρεύτηκε με την κόρη του μεγάλου Ερνέστου Ρενάν.

Τρία χρόνια ύστερα απ' το πρώτο του βιβλίο, ξέδωκε ένα άλλο τόμο «Essai de phonetique néo-grecque» και την ακόλουθη χρονιά ακόμη ένα «Sur les doublets syntactiques du grec moderne». Και την ίδια χρονιά, δηλαδή στα 1884, διορίστηκε καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας στη Σκολή των Ανωτέρω Σπουδών που εδρεύει στη Σορμπόνα.

Στο μάθημά του αυτό, που είναι το ανώτερο μάθημα της Ελληνικής γλώσσας μιας ολόκληρης Γαλλίας, ξετάζει και διδάσκει την ιστορία της γλώσσας μας από τον Όμηρο ίσια με τα χρόνια τα δικά μας. Κοντά στο νου αναγκάζεται κάθε τόσο να μελετά έναν ένανε τους τύπους τους αρχαίους, αφού ψάχνει να βρει τι απόγινε κατόπι στη ζωντανή μας γλώσσα ο τάδε ή ο τάδε τύπος, ξετάζει βέβαια και τι θα πει γλώσσα, τι θα πει κοινή, αρχαία, δημοτική λαλιά. Ξένοι πολλοί πηγαίνουν, κάμποσοι απ’ αυτούς είναι τώρα καθηγητές σε μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης.

Ο Ψυχάρης αν και έγινε γνωστός στον πνεματικό κόσμο της Γαλλίας με την καθηγεσία του και τις μελέτες που προανάφερα, εκείνο όμως που πραματικά τον ανάδειξε είναι η σπουδαία του μελέτη που ξέδωκε στα 1886 με τον τίτλο: «Δοκίμιο νεοελληνικής ιστορικής γραμματικής» σε δύο τόμους, έργο που βραβεύτηκε απ' το Institut de France με το βραβείο Volney, και που δεν μπορεί παρά να μείνει κλασικό στη σπουδή της Ελληνικής γλώσσας.

 

Και ξακολουθώντας τη δράση του και προετοιμάζοντας το μεγάλο του έργο, κατέβηκε τον άλλο χρόνο στην Ελλάδα, επισκέφτηκε τα δυο πνεματικά κέντρα του γένου μας, την Αθήνα και την Πόλη, επισκέφτηκε τη Στερεά, τη Θεσσαλία, τα νησιά, μικρά και μεγάλα και σα γύρισε πίσω, έγραψε στα 1888 το περίφημο « Ταξίδι του» και το 'στειλε στην Ελλάδα για να της φέρει το μεγάλο ξύπνημα το πνεματικό.

 

Εκείνο τον καιρό, δηλαδή στα 1888 και πριν ο ελληνικός κόσμος δεν έβλεπε την πραματικότητα. Σειρά από ουτοπίες ήταν όλη η ιδεολογία του. Η ζωή και η εξέλιξη, μ' άλλα λόγια αυτή η πραματικότητα, γι’ αυτούς δεν ήταν τίποτε, και γι’ αυτό είχαν τότε, και είναι δυστύχημα που έχουμε ακόμη, λαϊκή μόρφωση πρωτόγονη, ανώτερη παιδεία μεσαιωνική, χαραχτήρα ασταθή και με κανένα πρόγραμμα, και όργανο κάθε πνεματικής εκδήλωσης την καθαρεύουσα, ποτισμένη με την περιφρόνηση για τα ζωντανά εθνικά στοιχεία και με την αρχαιομανία. Πρέπει, φωνάζανε, να μάθουν όλοι οι Έλληνες την καθαρεύουσα για να κρατήσουμε την ενότητά μας με τους αρχαίους, πρέπει και μ' αυτό το μέσο να δείξουμε στον κόσμο πως πραματικά παιδιά των αρχαίων είμαστε.

Να λοιπόν κι η πιο μεγάλη τους ουτοπία.

Και με αυτήν την πεποίθηση, ριζωμένη στης ψυχής τους το βάθος, προσπαθούσανε να σταματήσουν την εξέλιξη και να δημιουργήσουνε φιλολογία σε γλώσσα που αυτοί της όριζαν στο χαρτί τους νόμους της και το λεξικό της. Τα σχολεία, η εκκλησία, τα βιβλία, οι φημερίδες, τους βοηθήσανε πολύ και καταφέρανε μ' αυτά ν' αποναρκώσουνε τον κόσμο και να τον κάμουνε να πιστέψει πως πραματικά η γλώσσα που μιλεί είναι πρόστυχη γλώσσα, γλώσσα χαλασμένη, γλώσσα που δεν του δίνει πια δικαίωμα στην αρχαία αθανασία.

Τ' αποτελέσματα τα είπαμε, ούτε παιδεία μας έδωσαν, ούτε φιλολογία, ούτε και πραχτικά εφόδια αρκετά για τη βιοπάλη.

Δεν ξετάζω τις αιτίες που δημιούργησαν τη μεσαιωνική αυτή κατάσταση στα σημερνά μας χρόνια. Οι αιτίες αυτές που είναι κοινωνιολογικές ξετάστηκαν από άλλους.

Μέσα σ' αυτό λοιπόν το πνεματικό απονάρκωμα, μέσα σ' αυτό το χάος που δημιούργησε ο δασκαλισμός, παρουσιάστηκε ο Ψυχάρης και κήρυξε πως είναι ψέμα πως η γλώσσα που μιλούμε, που μιλά ένα ολόκληρο έθνος, είναι γλώσσα χαλασμένη, ψέμα πως η δημοτική, η γλώσσα που βρίσκουμε στα δημοτικά μας τραγούδια, μας αποχωρίζει για πάντα από τους αρχαίους, ψέμα πως δεν έχουμε μια γλώσσα κοινή, που όλοι οι έλληνες την καταλαβαίνουν.

Και πραματικά με το «Ταξίδι του» έδειξε, τουλάχιστο σ' εκείνους που μπόρεσαν να διουν, πως είχε δίκαιο. Το «Ταξίδι του» αυτό, γραμμένο σ' αυτήν την ως τότε περιφρονημένη δημοτική μας γλώσσα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παραμύθι ενός ταξιδιού στην Ελλάδα, Πόλη και νησιά, με μερικά λόγια μοναχά εδώ κι εκεί σκετικά με τη γλώσσα.

 

Ο Ψυχάρης δεν είναι ο πρώτος που έγραψε τη δημοτική. Η δημοτική γράφτηκε και πριν απ’ αυτόν. Η ποίηση που θέλει γλώσσα ζωντανή περισσότερο από όλα τα άλλα είδη της λογοτεχνίας, καθιέρωσε πρώτη τη δημοτική.

Μα και στο πεζό δεν είναι ο Ψυχάρης ο πρώτος που έγραψε τη δημοτική. Ο Σοφιανός στο 16° αιώνα είχε γράψει Ελληνική γραμματική της δημοτικής. Στα 1791 ο Κωσταντάς έγραψε Γεωγραφία στη ζωντανή γλώσσα. Στην επανάσταση ο Βηλαράς έγραψε τη « Ρομέηκη Γλόσα» και άλλα βιβλία στη δημοτική, ο Σολωμός το διάλογό του με το σοφολογιώτατο, κτλ., μα όλοι αυτοί που δεν είναι παρά πρόδρομοι του Ψυχάρη, γράψανε δημοτική ακανόνιστη, και με πολλά ιδιωματικά.

Ο Ψυχάρης λοιπό, με τα νέα μέσα που του έδινε η νέα επιστήμη η γλωσσολογία, μελέτησε κατάβαθα την ακαλλιέργητή μας μητρική γλώσσα, ξεχώρισε τα πραματικά εθνικά στοιχεία από τα επιβλημένα, ξεχώρισε τα ντόπια απ’ τα κοινά, βρήκε τους φτογγολογικούς της νόμους, έδειξε πως πολλοί απ’ αυτούς κρατιούνται στη δημοτική οι ίδιοι απ’ τα χρόνια τα κλασικά (ιστορικά του νι, ξάπλωση του φωνηέντου της ονομαστικής στις άλλες πτώσες κλπ), βρήκε τους γραμματικούς και συνταχτικούς της κανόνες, κατέβηκε στην Ελλάδα για το ίδιο ζήτημα, βεβαιώθηκε για πολλές λεφτομέρειες και ύστερα από τόση προετοιμασία έγραψε και παρουσίασε για πρώτη φορά μια κοινή κανονισμένη Ελληνική γλώσσα, με όλα τα χρειαζούμενα στοιχεία για να καθιερωθεί, δηλαδή την εθνική μας γλώσσα που μπορεί ο καθένας να τη μιλεί, να την καταλαβαίνει και να τη γράφει.

Ίσως μερικοί θελήσουνε να μας πλεροφορήσουν πως αυτή η γλώσσα που μιλούμε είναι λογιώ λογιώνε, γιατί παρατηρήσανε πως διαφορετικά μιλιέται εδώ και διαφορετικά εκεί, και αφού είναι έτσι και δεν είναι μια, δεν μπορεί και να γραφεί με τη χρειαζούμενη ενότητα.

Οι κύριοι αυτοί που μας δίνουνε τέτοιες πλεροφορίες, ξεχνούνε, γιατί φοβούμαι πως δεν το ξέρουνε, πως κάθε χωριό σ' όλο τον κόσμο έχει και κάπως διαφορετική λαλιά, κάθε χωριό και χωριολαλιά. Κλασικό παράδειγμα: Μια σελίδα του Μποκάτσιο μεταφράστηκε, στα 1875, σε εφτακόσιες Ιταλικές χωριολαλιές. Μα εχτός απ’ τις χωριολαλιές κάθε έθνος έχει και την κοινή του, που σκηματίζεται στα κυριότερα πνεματικά του κέντρα, που όλοι μιλούνε όταν είναι, όξω απ’ το χωριό τους, και που την καταλαβαίνουνε όλοι.

Αυτήν την κοινή λοιπό μελέτησε και έγραψε ο Ψυχάρης, έχοντας για αρχή, όπως το λέει στον πρόλογο του «Ταξιδιού», πως όταν η κοινή δημοτική μας γλώσσα δεν έχει μια λέξη που μας χρειάζεται, παίρνει τη λέξη απ’ την αρχαία και προσπαθεί, όσο είναι δυνατό, να την ταιριάξει με τη γραμματική του λαού. Έτσι κάμανε όλα τα έθνη, έτσι θα κάμουμε και μεις.

Γραφή της ομιλουμένης λοιπόν και γραφή της κοινής, και μ' ένα λόγο γραφή της κοινής ομιλουμένης είναι το πρόγραμμα του Ψυχάρη.

Μερικοί θα μας πούνε βέβαια πως γραφή της κοινής ομιλουμένης ισοδυναμεί, τουλάχιστο κατά το μισό, με γραφή της καθαρεύουσας, γιατί μιλώντας μιλούμε μια μιχτή, που δεν είναι η δημοτική που γράφει ο Ψυχάρης. Και μερικοί βασίζονται σ' αυτό, δηλαδή στο ότι στην κουβέντα μας μεταχειριζόμαστε και την καθαρεύουσα, για να βγάλουνε συμπέρασμα πως η καθαρεύουσα είναι ένα «καθεστώς» και σαν καθεστώς η δημοτική δε θα μπορέσει ολότελα να την ξεριζώσει, και γι' αυτό συμπεραίνουν πως θα γίνει ένας συβιβασμός, που η δημοτική θα του δώσει τα περισσότερα στοιχεία, μα κι η καθαρεύουσα θα δώσει αρκετά.

Ας ξετάσουμε το ζήτημα.

Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως κάθε ομιλία είναι δύο ειδώνε, δηλαδή σοβαρή και κοινή, και πως οι λέξες κάθε γλώσσας είναι επίσης δυο ειδώνε, δηλαδή λέξες σοβαρές ή δασκαλεμένες (mots savants) και λέξες κοινές (mots populaires). Στη σοβαρή ομιλία βρίσκουμε τις δασκαλεμένες λέξες, και στην κοινή ομιλία τις κοινές λέξες.

Τις δασκαλεμένες ή σοβαρές λέξες μαθαίνουμε στο σκολείο απ' το δάσκαλο και τα βιβλία, που λίγο λίγο μας επιβάλλουν. Τέτοιες λέξες είναι και οι εξής: βαρύτης, φωνήεν, φθόγγος, εξέλιξις, η παράλληλος και όλες οι επιστημονικές λέξες.

Τις κοινές λέξες μαθαίνουμε στο σπίτι από παιδιά, τέτοιες είναι και οι έξης: Μητέρα, πατέρας, μύτη, πόδια, νερό, βρύση, ταβάνι, σκόνη κλπ.

Αυτές οι λέξες, δηλαδή οι κοινές μοναχά, είναι οι καθαυτό ζωντανές λέξες κάθε γλώσσας, και γι' αυτό αυτές μοναχά ακολουθούνε την πραματική εξέλιξη της γλώσσας, ενώ οι άλλες οι δασκαλεμένες, που είναι μισοζώντανες, παντού και πάντοτε δεν κάμουν παρά να συμμορφώνονται με τις κοινές για να παίρνουν κι αυτές την όψη της ζωής.

Είπαμε πως το «καθεστώς» της καθαρεύουσας, που παραδέχονται μερικοί, παρατηρείται στη σοβαρή κουβέντα που, καθώς είπαμε, έχει πολλές δασκαλεμένες λέξες. Είπαμε όμως πως οι δασκαλεμένες λέξες δεν είναι εκείνες που αντιπροσωπεύουν την αληθινή ζωή κάθε γλώσσας, γιατί είναι λέξες οι περισσότερες επιστημονικές που τις μαθαίνουμε από τον καθηγητή και τα βιβλία. Αυτές τις δασκαλεμένες λέξες μπορούμε να μάθουμε να τις λέμε σε ό,τι γλώσσα και αν είναι, και σε νεκρή ακόμα, χωρίς αυτό διόλου να μας πειράζει τα νεύρα.

Αφού λοιπόν και νεκρές λέξες μπορούνε ν' αντικαταστήσουν τις δασκαλεμένες αυτές λέξες της σοβαρής μας ομιλίας, δεν είναι διόλου λογικό να παραδεχτεί κανείς πως αυτές οι δασκαλεμένες λέξες της σοβαρής μας ομιλίας, μορφωμένες σύφωνα με το φτογγολογικό και τυπικό της αρχαίας, θα κατορθώσουνε να νικήσουν τις ίδιες δασκαλεμένες λέξες της δημοτικής, που έχουνε σύχρονη και ζωντανή μορφή. Σύφωνα με το φυσικό νόμο, το πιο ζωντανό θα νικήσει το λιγότερο ζωντανό και έτσι οι δασκαλεμένες λέξες της δημοτικής δεν μπορούν παρά να νικήσουν τις δασκαλεμένες λέξες της καθαρεύουσας.

Ώστε το περίφημο «καθεστώς» της καθαρεύουσας δεν είναι παρά το τελευταίο κούφιο δόντι που ζητούν οι δημοτικιστές να βγάλουν και να καθαρίσουν, έτσι τελειωτικά πια, τα στόματα μερικών !

 

Πολλοί μόλις ανοίξουν ένα βιβλίο του Ψυχάρη και διαβάσουνε μερικές γραμμές, άξαφνα σταματούνε σε μια λέξη και μας λένε, πως αυτή η λέξη ή αυτός ο τύπος είναι πρόστυχος ή πως κανείς δεν τόνε λέει, και απ’ αυτή τη λέξη ή τον τύπο που δεν εγκρίνουν, δηλαδή απ’ αυτή τη λεφτομέρεια, βγάζουνε συμπέρασμα γενικό που καταδικάζει αμέσως ολόκληρο το έργο του Ψυχάρη. Μα εμείς έτσι δεν πρέπει να κρίνουμε. Πρέπει πρώτα να σκεφτούμε πως τη δημοτική γλώσσα δεν τη διδαχτήκαμε, όπως ο Γάλλος ή ο Άγγλος διδάσκεται τη δική του, και γι' αυτό δεν μπορούμε να την ξέρουμε, και έπειτα πως κάθε ζήτημα έχει αρχή και τέλος, έχει μεγάλες γραμμές και λεφτομέρειες, και πως γι' αυτό και στο ζήτημα της γλώσσας, που είναι βέβαια και αυτό ένα ζήτημα, πρέπει ν' αρχίσουμε να το ξετάζουμε απ' την αρχή, και όχι από μια λέξη, δηλαδή από την τελευταία λεφτομέρεια, να βγάζουμε συμπέρασμα.

 

Ο Ψυχάρης αν και έγραψε μια γλώσσα κοινή δημοτική που για πολλούς είναι όσο μπορούσε τέλεια, εκείνος όμως ποτέ του τέτοιο πράμα δεν είπε. Το εναντίο δεν έπαψε να λέει πως «Πρώτος μαθητής σας θα προκηρυχτώ άμα με πείσετε πως αντίς τον τάδε τύπο, πιο σωστά τον τάδε πρέπει να συνηθίσω».

 

Ας ακούσουμε τώρα τον ίδιο τι λέει σχετικά με το γλωσσικό μέρος του έργου του

Απολογία, σελ. 295, Κεφάλαιο «Απρόσωπο και γενικό».

«Μια μικρή, αχ! πολύ μικρή αλήθεια θαρρώ πως έτυχε να βρω και γω στην περαστικιά μου τη ζωή, μιαν αλήθεια που τη στιγμή εκείνη, ακόμα κι α δεν ήμουνε γεννημένος, θα 'ρχότανε στη θέση μου κανένας άλλος που θα την έβρισκε. Τουλάχιστο με τέτοιο νόημα είπα στο Ταξίδι μου, (Ταξ. β' σελ. 51) ατενίζοντας το μνήμα και τη δόξα ενός μεγάλου ποιητή [του Β. Ουγκώ]»

«—Σου μιλώ μια γλώσσα, που δεν την έχει ο καθένας και που μπορείς και συ να μας τη ζουλέψεις, μια γλώσσα που είναι παιδί και μοναχοκόρη της παλιάς ελληνικής, την καινούργια μας τη γλώσσα, που πρώτος εγώ σήμερα τη γράφω!»(*) Και το είπα δίχως να θελήσω να πειράξω κανένα, δίχως να θελήσω να καφκηθώ· πολύ απλά το είπα. Εννοείται πως τη γράψανε άλλοι πολλοί πριν από μένα· την έγραψε κι ο Σπανέας κι ο Πρόδρομος στον εντέκατο δωδέκατο αιώνα· τη γράψανε κατόπι στα χρόνια τα δικά μας Έλληνες περίφημοι και ξακουστοί, ένας Βηλαράς, ένας Σολωμός, ένας Βαλαωρίτης, που με σέβας, με αγάπη, με λατρεία, με καρδιοχτύπια, πάντα έπεσα μπροστά τους γονατιστά, να τους προσκυνήσω. Ελπίζω να μη μου τ' αρνηθεί ποτέ του κανένας, πως αντίς τάχα να γυρέβω κάπως να σκεπάσω τα ονόματα εκεινώνε που πρωταγωνιστήκανε για την Ιδέα την αθάνατη, δεν έκρυψα το τι τους χρωστούμε, το τι ο ίδιος τους χρωστώ, και πως δε δόξασα, με ταπείνωση και με χαρά, το μεγάλο κατόρθωμά τους. Αχάριστη δεν είναι η ψυχή μου — μα μήτε και καταδέχεται να είναι. Τέτοιες μικροπρέπειες ανάγκη δεν τις έχω. Κανένα δεν ξεχνώ. Θυμούμαι και τον αγαθό μας τον Κονεμένο που με τα βιβλία του τα πεζά κατάφερε να προχωρήσει το ζήτημα, κατάφερε και κάτι πιο σημαντικό, να βαστάξει την παράδοση, να μην αφήσει τη σειρά να κοπεί, τη σειρά του Βηλαρά, του Σολωμού και του Βαλαωρίτη, γιατί θαρρώ πως ο Κονεμένος — και δεν τον ξεπέφτω λέγοντας αυτό — είναι πιο πολύ της περασμένης της γενιάς παρά της εποχής της δικής μας. Μα είναι και άλλοι δυο τρεις που γράψανε τη δημοτική στα πεζά, επειδή για τα πεζά είναι ο λόγος μας εδώ· είναι ο Γέρο Κρητικός, στα 1858, με τη «Δεύτερη φυλλάδα για τζοι Τούρκους τζη Κρήτης», μια σπάνια φυλλάδα που μου τη χάρισε ο Βλαχογιάννης. Είναι ο τίμιος ο Σπηλιωτάκης που στα 1881 έβγαλε κι αφτός άλλη φυλλάδα που τώρα τελευταία την ξανατύπωσε ο Νουμάς.

«Βέβαιο λοιπόν πως τη δημοτική, πριν από μένα, τη μεταχεριστήκανε κι άλλοι. Ως τόσο τι να γίνει, που την έγραψα πρώτος; Ή σαν προτιμάτε τη γράψανε και οι άλλοι· εγώ την έκαμα γλώσσα. Πήγα, ξεσκάλισα ήσυχα και μεθοδικά, τους νόμους της, το λεχτικό της, το πνέμα της, τη γραμματική της, ξεχώρισα τα ντόπια και τα κοινά, για να φανεί γλώσσα· τη λύτρωσα μ' ένα λόγο, από κάθε σκλαβιά· την έστησα στη μέση της Ελλάδας ανεξάρτητη, με ύπαρξη δική της, με δικό της είναι. Είμαι κουφός στις φωνές, στις βρισιές και στο μίσος· την κακή θέληση δεν τη βλέπω. Φανατισμός, ή όπως κι αν πούνε· υπάρχει ένας άγιος φανατισμός που είναι ο φανατισμός της αλήθειας. Ό,τι έγινε, ήτανε ανάγκη να γίνει. Τώρα ίσια ίσια μας χρειαζότανε απρόσωπο σύστημα και γενικό· βρέθηκε, γιατί έπρεπε να βρεθεί».

«Το Ταξίδι μου», Έκδ. Β', σελ. 4.

«Βρήκα τις προάλλες στα χαρτιά μου τα σημειωματάρια που γιόμιζα μέρα τη μέρα με λογιώ λογιώνε ακουστά και ειδωτά. Κατόπι, αν η Ελλάδα δείξει στο τέλος περιέργεια περισσότερη και περισσότερη αγάπη για την εθνική της τη γλώσσα και για τη δουλειά που κάμαμε, ως που να την κανονίσουμε και κανονισμένη πια να της την καθιερώσουμε τη γλώσσα την εθνική, όσοι τύχει και διαβάσουνε κατόπι τα σημειώματά μου εκείνα, θα καταλάβουνε πως είχα τους λόγους μου όταν έγραψα το «Ταξίδι μου», πως δεν καταπιάστηκα τέτοιο βιβλίο, χωρίς πρώτα να ξετάσω τα καθέκαστα κι από τα καθέκαστα να μορφώσω γνώμη που να στέκει. Την ιστορική μας γραμματική την είχα μελετήσει χρόνια πριν ξαναβγώ στο ρωμαίικο. Και στα μαθήματά μου και σε άρθρα επιστημονικά και σα αλάκαιρους τόμους είχα ξηγήσει τύπους, λέξες και κανόνες. Ο σκοπός μου, σαν ξαναπήγα κάτω, ήτανε να βεβαιωθώ για κάμποσα που από μακριά βρισκόμουνε σε ανάγκη να τα συμπεράνω μόνο και μόνο, συχνά και να τα υποθέσω. Πόσες φορές με τ' αφτιά μου άκουσα εκείνα που όσο σπούδαζα, μάντεβα μόνο την ύπαρξή τους. Μεγαλύτερη χαρά για το γλωσσολόγο δεν έχει και την απόλαψα τότες με κάθε λέξη που μάζωνα. Πήγα στα σκολειά, ελληνικά, δημοτικά και γυμνάσια, πήγα στη Μεγάλη του Γένου Σκολή, κράτησα σημείωση για κάθε παράδοση, κάθε τάξη όπου πήγα. Μίλησα με τους βαρκάρηδες ή τους καϊξήδες, μίλησα με τους φτωχούς και μικρούς, μίλησα με την πιο διαλεχτή, με την καλύτερη κοινωνία. Παντού έβλεπα τους ίδιους νόμους να βασιλέβουνε, στρεβλωμένους κάπου κάπου από την καθαρεύουσα με τον ίδιο τρόπο. Καταντούσε λοιπόν πολύ έφκολο να ξεκαθαρίσει κανείς τους κανόνες τους αληθινούς, να βρει το σύστημα το σωστό της γραμματικής, να διορθώσει τα ίδια λάθια που τα 'φταιγε πάντα η καθαρέβουσα. Τα λάθια διορθωνόντανε και μοναχά τους, γιατί κι αφτό παρατήρησα, πως κοινωνία και λαός, αγράμματοι και γραμματισμένοι, διορθώνουνε παντού, ίδια κι απαράλλαχτα, τους δασκαλισμούς. Μια μέρα, στο βαπόρι που από το Γεφύρι της Πόλης κατεβαίνει στο Φανάρι, όπου πήγαινα κι αντίγραφα κάτι χερόγραφα παλιά, έτυχε να καθίσω κοντά σε τρεις τελειόφοιτους της Μεγάλης του Γένου Σκολής, που σας έλεγα. Ποτέ μου θαρρώ δε χάρηκα περισσότερο. Μιλούσανε αναμεταξύ τους την καθάρια δημοτική· ακόμη και σαν κουβεντιάζανε για το σκολειό, για πολιτικά, γι' αψηλά αντικείμενα, τύπος δεν τους ξεγλιστρούσε στην κουβέντα που ο φανατικός εγώ να μην τον παραδεχόμουνε αμέσως. Με δυο λόγια, όπου κι αν ήμουνε, τη γλώσσα του μιλούσε το έθνος».

 

Απολογία, σελ. 137, Κεφάλαιο «Το χρέος».

«Εγώ θαρρώ πως το χρέος μου κάπως το 'καμα. Θέλετε να μας ακούσετε; Καλά. Τότες ν' αγκαλιαστούμε, γιατί θα σας αγαπήσω που στο τέλος καταλάβατε, που γυρέβετε τ' όφελός σας. Από την αγάπη σας για σας τους ίδιους θα σας αγαπήσω, γιατί μου έδωσε η φύση καρδιά για τους άλλους. Ειδεμή τι με μέλει και τι κακό θα βγει για μένα; Μα δε θέλετε ν ακούσετε; Δουλειά δική σας. Εμείς δε βιάζουμε κανένα και περιττές οι φωνές. Τι μέσα έχω κιόλας για να βιάσω και να επιβάλω; Δεν είναι τάχα περίεργο να το λέτε; Κοιτάξτε με και πείτε αν είμαι τίποτις. Τι θέση κατέχω στην Ελλάδα; Είμαι βουλεφτής; Είμαι υπουργός; Καθηγητής είμαι; Τυπώνουνται τα βιβλία μου τζάμπα; Οι τίτλοι που μου δώσατε, πού είναι; Τι δύναμη έχω, σας παρακαλώ; Ήρθα μια μέρα, μόνος, χωρίς δύναμη καμιά, χωρίς ασκέρι, χωρίς να με γνωρίζει, χωρίς να με διαφεντέβει κανείς, χωρίς ένα φίλο· ήρθα και σας είπα την αλήθεια. Φαίνεται πως θα 'ναι δύναμη κι αφτό, αφού από τότες με πολεμάτε. Με πολεμάτε, δηλαδή πολεμιέστε μοναχοί σας. Μοναχοί σας βιάζετε τον εαφτό σας κι επιβάλεστε μοναχοί σας, επειδή κι η αλήθεια, όσο κι αν καμώνεστε πως δεν τη βλέπετε, υπάρχει τόσο πολύ που σας σηκώνει στο ποδάρι με το κεντιστήρι της τ' ακούραστο, ίσια ίσια γιατί θαρρείτε πως βολετό σας είναι ν' αρνηθείτε την ύπαρξή της. Εγώ προσπάθησα ό,τι μπόρεσα, κι όσο μπόρεσα. Κι ακόμα θα προσπαθήσω. Τον ίσιο δρόμο σάς τον έχουμε χαραγμένο κι ανοιχτό. Τον εθνικό το δρόμο. Και να το ξέρετε πως αυτός είναι όπως σας τον ερμηνέβω κι όπως ξαπλώνεται τώρα μπροστά σας, ο μοναδικός, ο σωστός ο δρόμος».

 

Και το μεγαλείο του Ψυχάρη δεν είναι, μοναχά η μεγάλη του γλωσσολογική δουλειά, είναι και κάτι άλλο, που είναι επίσης σπουδαίο. Ο Ψυχάρης, αντίθετα με τους προδρόμους του που προανάφερα, κατόρθωσε μέσα στο νάρκωμα της καθαρευουσιάνικης κοινωνίας, μέσα στη γενική πεποίθηση πως η δημοτική μας γλώσσα είναι για περιφρόνηση, να κάμει ώστε ν' ακουστεί το κήρυγμά του, να ξυπνήσουνε μερικοί, να πάρουν το μέρος του, αυτοί να ξυπνήσουν άλλους, και σιγά σιγά να δημιουργήσει οπαδούς και να φέρει αυτός πρώτος το ζήτημα της γλώσσας σε συζήτηση, που δεν μπορεί παρά μια μέρα να μας δώσει τη λύση.

Είπαμε πότε παρουσιάστηκε ο Ψυχάρης, ότα δηλαδή οι επίσημοι του γένου μας και οι γραμματισμένοι, είχαν ήδη πείσει όλο τον ελληνικό κόσμο πως πρέπει να περιφρονεί τη γλώσσα που μιλεί, σα χαλασμένη και τουρκεμένη που είναι, και να προσπαθεί ν' απομακρύνεται απ’ αυτήνε, για να φτάσει, όσο το δυνατό πιο κοντά, στην κλασική ελληνική.

Ο Ψυχάρης λοιπόν ήρθε και έριξε κάτω τα είδωλα τω δασκάλω, με σαρκασμό αμίμητο μίλησε πάντα γι' αυτούς και κήρυξε πως ένας λαός ζωντανός θέλει, ζωντανή γλώσσα.

Αυτό το πράμα επόμενο ήτανε να μην αρέσει στον τότε ελληνικό κόσμο. Ξεσηκωθήκανε όλοι και όλοι με μια φωνή και αγανάχτηση απερίγραφτη καταδικάσανε βέβαια το κήρυγμα του Ψυχάρη, αρχίσανε να του χαρίζουν όλα τα πιο άπρεπα επίθετα και να φωνάζουν, άλλοι πως ο Ψυχάρης γράφει γλώσσα της φαντασίας του, που αδύνατο να την καταλάβει κανείς, άλλοι πως γράφει γλώσσα ενός μοναχά χωριού, άλλοι πως γράφει τη γλώσσα τω γαλατάδων, κλπ., κλπ., και όλοι μαζί, πως καταστρέφει τη γλώσσα. Και αφού τέτοια έλεγαν οι σοφοί, οι άλλοι θεωρήσανε βέβαια περιττό όχι να διαβάσουνε, μα ούτε κάνε να αγγίξουνε τα βιβλία του Ψυχάρη.

Δεν υπάρχει βιβλίο στην Ελλάδα που να μιλήθηκε περισσότερο απ’ το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, και που να διαβάστηκε λιγότερο. Ο καθένας ήτανε και είναι πάντα έτοιμος να κατακρίνει το βιβλίο αυτό και όλο του το έργο, μα το περίεργο είναι πως απ’ αυτούς τους κυρίους κανένας, μα κανένας, δεν το έχει διαβάσει. Δεν πιστεύω να μου αρνηθείτε ποτέ, πως για να κρίνει ή κατακρίνει κανένας το έργο ενός αθρώπου, πρέπει πρώτα να το έχει διαβάσει. Και όμως εδώ είναι το κλειδί, γιατί εκείνοι που κατηγορούνε τον Ψυχάρη δε διαβάσανε τα βιβλία του, και εκείνοι που τα διαβάσανε δεν τον κατηγορούνε πια.

Αν και λοιπόν όλοι οι γραμματισμένοι και μ' αυτούς και οι μισογραμματισμένοι, υποδεχτήκανε το «Ταξίδι» με τέτοια αγανάχτηση, δυο σηκώσανε αμέσως τη φωνή τους, τότε στα 1888, και, πήραν το μέρος του Ψυχάρη. Ο πρώτος είναι ο Ροΐδης, η ξέχωρη αυτή φυσιογνωμία, που έγραψε μια τίμια κρίση του «Ταξιδιού», δέχτηκε το κήρυγμά του, και αναγνώρισε αμέσως και την αξία του Ψυχάρη και τη σημασία του «Ταξιδιού» του, και ο δεύτερος είναι ο γνωστός Γαβριηλίδης, που από τότε δεν έπαψε να υπερασπίζεται τη δημοτική και να δημοσιεύει στην εφημερίδα του, όταν τύχαινε, μελέτες ή γράμματα του Ψυχάρη.

Πέντε χρόνια ύστερα από την έκδοση του «Ταξιδιού» του, ο Ψυχάρης κατέβηκε πάλε στην Ελλάδα, μα τη φορά αυτή με ιδιαίτερη αποστολή της Γαλλικής Κυβέρνησης. Εκείνα τα χρόνια οι καθαρευουσιάνοι ξαναθυμήθηκαν τον Ψυχάρη και άρχισε πάλε ο πόλεμος. Και αυτός ο Χατζιδάκις ο γλωσσολόγος, αν και πολλές φορές παραδέχτηκε τα δικαιώματα της ζωντανής μας γλώσσας, σα γλωσσολόγος που είναι, κηρύχτηκε όμως απ’ την αρχή αντίπαλος του Ψυχάρη. Εκείνο ακριβώς το χρόνο, δηλαδή όταν ο Ψυχάρης κατέβηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα, ο Χατζιδάκις τόλμησε και έγραψε πως ο Ψυχάρης πλέρωσε, αγόρασε και δημοσίεψε με τ' όνομά του, εργασία ενός φτωχού του μαθητή. Εδώ περνούσε πια τα όρια και έθιγε όχι μόνο την αξιοπρέπεια του Ψυχάρη, μα και την επιστημονική του φιλοτιμία. Μια λύση είδε, να τον προσκαλέσει και με το πιστόλι στο χέρι να δώσει λόγο της κατηγορίας του.

Πήγαν οι μάρτυροι του Ψυχάρη, βρήκαν το Χατζιδάκι, μα αυτός δείλιασε κι αρνήθηκε να μονομαχήσει! Τότε οι φοιτητές μαζευτήκανε, βγάλανε ψήφισμα εναντίο του Ψυχάρη, και παινέσανε βέβαια το Χατζιδάκι, δηλαδή εκείνον που χωρίς την ελάχιστη ντροπή καταδέχτηκε να συκοφαντήσει! Βλέποντας τα πράματα αυτά ο Ψυχάρης έγραψε στο Γαβριηλίδη ένα γράμμα που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη και που είναι και μια ήσυχη απάντηση στις τόσες βρισιές που δεν πάψανε να δημοσιεύουνται.

Αξίζει τον κόπο να το ακούσετε: Ρόδα και Μήλα Β' σελ. 109.

Φίλτατέ μου,

«...Βέβαια, η μονομαχία, το ντουέλλο, είναι κακό πράμα, είναι μάλιστα και πράμα άδικο, αφού μπορεί να σκοτωθεί και κείνος που έχει δίκιο. Έπειτα, ή να σε σκοτώσουν ή εσύ να σκοτώσεις άθρωπο, είναι και τα δυο φοβερά.

Έχει όμως κι η μονομαχία τα καλά της. Είναι και της ανάγκης. Μας μαθαίνει να 'χουμε τρόπους σοβαρούς, να συλλογέται ο νους προτού γράψει το χέρι. Αλλιώς κι η αξιοπρέπεια θα μας έλειπε. Είναι, σύστημα αχαμνό που ακολουθούνε μερικοί και βρίζουνται κάθε τόσο. Βρίζουνται, γιατί ξέρουν πως τίποτις δε θα βγει Σήμερα σε λέω ψέφτη και κλέφτη. Με λες άβριο τα ίδια και συ. Έτσι είμαστε ένα ένα.

»Θα 'γραφαν πολλοί πιο σοβαρά, θα 'πιανε κι ο λόγος τους περισσότερο τόπο, αν την ώρα που γράφουν είχανε στο νου τους πως δεν είναι παίξε γέλασε η πέννα. Πρέπει κανείς να στοχαστεί καλά ως πού μπορεί να τον πάει ο λόγος που θα πει και να πάει ο ίδιος ως εκεί. Πρέπει να βάλει στο νου του πως είναι ζήτημα τιμής και ζωής — ένα είναι — κι αφτό κάποιο νόημα έχει σ' όλους τους τόπους του κόσμου.

»Δε θα ήτανε μάλιστα άσκημο διόλου να ξέρει εκείνος που γράψει πως από την πέννα του μπορεί να στάξει θάνατος ή ζωή, και να πει μέσα του πρώτα "Βαστάω ή δε βαστάω να το γράψω; Θυσιάζω ή δε θυσιάζω και τη ζωή μου και του αλλουνού τη ζωή;" Θαρρώ πως θα γράφουνταν πολύ λιγότερες αηδίες, πως θα 'στρωναν κάπως και τα ήθη. Έτσι μαθαίνει κανείς να σέβεται τον πλησίο του και του πλησίου του την τιμή και τη ζωή. Μαθαίνει όμως να σέβεται και τον εαφτό του.

»Νομίζω Λοιπόν πως κι οι καλαμαράδες θα βάζανε γνώση και θα μιλούσαν πιο φρόνιμα, αν τα συλλογιούνται πρώτα αυτά που είπαμε. Κι αν πάλε δεν τα ξέρουν, καιρός είναι να τα μάθουνε. Πως είναι δάσκαλος ή καλαμαράς, δεν πάει να πει διόλου πως μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Να βρίζει κανείς, να συκοφαντάει, κι έπειτα σαν του γυρέβεις ικανοποίηση, να χλωμιάζει και να φέβγει, είναι ντροπή όχι μόνο στο Παρίσι, μα και σ' όλη τη Ρωμιοσύνη, γιατί κι ο Ρωμιός δεν τα πολυσηκώνει τα τέτοια.

»Εγώ, φίλε μου, είμαι γεννημένος Ρωμιός, είμαι και γάλλος πολίτης. Κάφκημά μου και τα δυο. Τέτοιος ήρθα και τέτοιος θα πάω. Πάντα το είπα και δεν το 'κρυψα ποτές, γιατί συνήθεια δεν έχω μήτε να κρύβω, μήτε να κρύβγουμαι. Όλα τα χρωστώ στη Γαλλία, που σαν πατρίδα μου την έχω. Και τα παιδιά μου είναι της Γαλλίας παιδιά και το αίμα μου δικό της· μάλιστα και τώρα που ήρθα στην Ελλάδα, κι αφτό στη Γαλλία το χρωστώ. Είμαι και γάλλος καθηγητής και το 'χω για δόξα.

»Εκείνα που έκαμα εδώ για τη γλώσσα και τη φιλολογία, για το εθνικό μας, για το άγιο αυτό ζήτημα, τα 'καμα γιατί λατρέβω την Ελλάδα, γιατί δε θέλησα να φύγω έτσι, να της πω έχε γεια, να την παρατήσω, γιατί έλεγα πως κάτι της χρωστούσα. Της χρωστούσα τούτο δηλαδή, που γεννήθηκα, που είμαι Ρωμιός.

»Και μ' αυτά, φίλε μου, σώνει. Έγραψες, μια φορά κι έναν καιρό, τόσα καλά για μένα, που σ' έβαλα στην καρδιά μου και που δεν μπορώ ποτέ μου να το ξεχάσω. Το χρέος του πρώτα απ’ όλα κι ό,τι κι αν πούνε, πρέπει να κάμει ένας άντρας. Αυτό μόνο είναι της ζωής μου το καμάρι».

Ο πολύ φίλος σου.

 

Η πολεμική των αντιπάλων του Ψυχάρη ξακολούθησε με την ίδια λύσσα και με περισσότερη ακόμη, γιατί βλέπανε την πρόοδο του δημοτικισμού, βλέπανε πως οι πλατωνικές συκοφαντίες δεν ήταν πλέον αρκετές για να καταπνίξουνε το δημοτικισμό και στα 1901 βρήκανε για ευκαιρία τη μετάφραση της Νέας Διαθήκης του Πάλλη, για να φανατίσουν το λαό, να δημιουργήσουν τις τότε ταραχές και να κηρύξουν τη δημοτική μας γλώσσα σε διωγμό, πείθοντας τον κόσμο πως οι δημοτικιστές που μεταφράσανε τα Βαγγέλια, το κάμανε για να χαλάσουνε τη γλώσσα τώνε Βαγγελίων και για να μπορέσουνε να έρθουν έπειτα οι Ρώσσοι και να μας πουν, πως ούτε Έλληνες είμαστε, ούτε και ελληνική Εκκλησία έχουμε! Όργανα λοιπόν της πασλαβιστικής εταιρίας οι δημοτικιστές, άθρησκοι οι δημοτικιστές, πλερωμένοι οι δημοτικιστές!

Τότε ο Ψυχάρης, σαν τίμιος αρχηγός της Ιδέας, θέλησε να δείξει στην Αθήνα πως άδικα και παράλογα πράματα είναι αυτά που λένε, και πως η βία είναι μεσαιωνικός τρόπος υπεράσπισης μιας Ιδέας. Έγραψε λοιπόν τα καθέκαστα στον Κακλαμάνο, για να δημοσιευτούνε στο «Νέο Άστυ », μα πήρε απάντηση πως το «Νέο Άστυ» δε θα δημοσιέψει πια τίποτε του Ψυχάρη. Έγραψε και του Γαβριηλίδη, του φίλου του, μα κι εκείνος την ίδια απάντηση του έδωσε. Και τότε, έτσι αποκλεισμένος, ενώ όλοι καθημερινά τόνε συκοφαντούσανε, του φάνηκε περίεργο και με πίκρα έγραψε του Γαβριηλίδη, πως στο Παρίσι πολλές φορές πήγανε σπίτι του, εχτός από γάλλοι, ως και άγγλοι και γερμανοί φημεριδογράφοι να του ζητήσουνε τη γνώμη του για τα βαγγελικά, και πως μονάχα στην Ελλάδα, που γι' αυτήνε δουλεύει και πασκίζει μέρα νύχτα, δεν μπορεί να τήνε πει.

Μα σε λίγο οι δημοτικιστές αποχτήσανε και όργανο δικό τους, το «Νουμά», και λέφτερα πια μπορούσανε να πούνε τη γνώμη τους και να υπερασπιστούνε. Σ' αυτόνε για πρώτη φορά δημοσίεψε υ Ψυχάρης την «Απολογία» του, που στα 1906 έβγαλε και σε χωριστό βιβλίο. Σ' αυτόν τον τόμο ξηγά ο Ψυχάρης όλο του το σύστημα, δηλαδή ξηγά όλες τις λεφτομέρειες τις σκετικές με τη μέθοδο, το τυπικό, το φτογγολογικό και λεξικό που ακολούθησε στα βιβλία του, και γι' αυτό όποιος θέλει να κρίνει λιγάκι σοβαρά το σύστημα του Ψυχάρη, πρέπει χωρίς άλλο, να διαβάσει μαζί με το «Ταξίδι» του, τουλάχιστο και την «Απολογία» του, που είναι και ο γλωσσολογικός πρόλογος του «Ταξιδιού», για να διει πρώτα με τι έννοια έβαλε κάθε λέξη, ποια η αιτία κάθε τύπου, και έπειτα να κρίνει.

Στα 1903 νέα τιμή έκαμε η Γαλλία στον Ψυχάρη διορίζοντάς τονε καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας στη Σκολή των Ανατολικώ Γλωσσών. Αυτό το πράμα πείραξε τους καθαρευουσιάνους, που είχανε την Αρχή, δηλαδή τη δύναμη, στα χέρια τους, μα λιγάκι αργά, γιατί μονάχα στα 1908 φαίνεται πως το 'μαθαν και τότε βλέπουμε να γίνεται ζήτημα μέσα στη Βουλή κι ο μακαρίτης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης να ζητά απ’ την Ελληνική Κυβέρνηση να επέμβει και να ζητήσει απ’ τη Γαλλική Κυβέρνηση την πάψη του Ψυχάρη!

Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να μας δείξει πως σκέφτουνταν οι τότε πολιτικοί μας.

Ζητούσε δηλαδή ο Μαυρομιχάλης, που ούτε πάτησε στο μάθημα του Ψυχάρη για να διει τι διδάσκει, να επέμβει η Κυβέρνησή μας και να ζητήσει να πάψουν ένα Γάλλο καθηγητή, που για να διοριστεί ψηφίστηκε από το Συβούλιο της Σκολής, ξαναψηφίστηκε από την Ακαδημία, και διορίστηκε από τον υπουργό τον ίδιο.

Σ' εκείνη τη συνεδρίαση της Βουλής αρκετά χαρακτηριστικά ακουστήκανε, σκετικά με τη δημοτική μας γλώσσα και τον Ψυχάρη, που αξίζει τον κόπο να ακούσετε μερικά. Ομιλεί ο Μαυρομιχάλης: «Η γλώσσα η διδασκομένη από της έδρας εκείνης είναι γλώσσα ελεεινή και χυδαία, φρικώδες κατασκεύασμα του διδάσκοντος αυτήν.»! Ο κ Ρούφος αποκαλεί τη δημοτική «βδέλυγμα γλώσσης»! Και πολλοί βουλευτές απαντούνε θριαβευτικά «Εύγε»!! Ο κ. Κουμουνδούρος λέγει πως ο Ψυχάρης είναι « μίσθαρνον όργανον»! Ο κ. Στάης κηρύχνει πως ο Ψυχάρης διορίστηκε για να εξοικονομηθεί κλπ., κλπ., και μόνο ο Δραγούμης, αν και καθαρευουσιάνος, σηκώθηκε και είπε πως νομίζει «ότι δεν πρέπει να αποδοθούν μομφαί τοιαύται οίαι απεδόθησαν εναντίον ανθρώπου κατά πάντα αξίου λόγου και ως ανθρώπου και ως επιστήμονος.»

Και πού να αναφέρει κανείς τι και τι δε γράψανε οι φημερίδες και τι δε λέγανε και ξακολουθούνε να λένε άλλοι, λιγότερο υπεύτυνοι, για τον Ψυχάρη. Αρκεί μόνο να πω πως κάποιος Παγανέλλης κήρυχνε στην Πόλη, μέσα σ' ένα σαλόνι, πως «Θα αθωώσει τον φονέα του Ψυχάρη.»!

Τα ίδια παναληφτήκανε μέσα στη Βουλή, έπειτα από δυο χρόνια όταν οι αντιπρόσωποί μας, αναθεωρώντας το σύνταγμα, ζήτησαν από το Βενιζέλο, με τόση πιμονή, τη σύνταξη του γνωστού άρθρου του σκετικού με τον καθορισμό της επίσημης μας γλώσσας, πράμα άλογο που ο Βενιζέλος δεν μπόρεσε να αποφύγει.

Τότες όμως ο Ψυχάρης, που τόσα και τόσα περίμενε απ' το νέο Πρωθυπουργό το νεωτεριστή, όταν είδε πως ο Βενιζέλος δεν κηρύχτηκε δημοτικιστής σαν το Μαβίλη μέσα στη Βουλή, τόνε θεώρησε ανάξιο της εχτίμησής του και την αφιέρωση που του είχε κάμει ενός δηγημάτου του, του την πήρε πίσω με τα εξής λόγια που δημοσίεψε:

«Ένα μου δήγημα, το «Εθνικό Συμπόσιο», που δημοσιέφτηκε στο «Νουμά» (αρ. 422) είναι, λέει, αφιερωμένο του Βενιζέλου. Ξεγράφεται η αφιέρωση, ο άθρωπος και τ' όνομά του. Το δήγημα μνήσκει.

Το δήγημα αυτό το αφιέρωσε έπειτα στην Κρήτη που τρέφει γι' αυτήν ιδιαίτερη συμπάθεια.

Έπειτα όμως δούλεψε ο Βενιζέλος για την πατρίδα, έδειξε ικανότητα, φιλία για τη Γαλλία, έγιναν έπειτα οι Βαλκανικοί πόλεμοι, διπλασιάστηκε η Ελλάδα, και έπειτα όταν ο Βενιζέλος πήγε στο Παρίσι στα 1913, ο Ψυχάρης, με τη μεγάλη του καρδιά, δεν μπόρεσε παρά να πάγει και να σφίξει το χέρι του Βενιζέλου. Ήταν πρωτοχρονιά κι ο Βενιζέλος ήτανε στην Εκκλησία. Ύστερα απ’ τη λειτουργία πλησίασε ο Ψυχάρης με τους άλλους, του έσφιξε το χέρι και του είπε σκετικά με την πρωτοχρονιά :

« Σου εύκομαι να ζήσεις χρόνια πολλά, δε σου εύκομαι να ζήσεις αιώνες, γιατί θα ζήσεις.»

Αυτό φαίνεται άρεσε του Βενιζέλου, τον ευκαρίστησε ιδιαίτερα, και ο Ψυχάρης αποφάσισε να τον ξαναδιεί στην Πρεσβεία. Πήγε, και μόλις ο Βενιζέλος είδε τον Ψυχάρη να πλησιάζει, τον πήρε από το χέρι, τον πήγε σ' ένα ιδιαίτερο δωμάτιο κι εκεί αρχίσανε την κουβέντα. Του ξήγησε τότε ο Βενιζέλος πως ήταν αναγκασμένος σ' εκείνη τη συνεδρίαση της Βουλής να μη κηρυχτεί δημοτικιστής, γιατί είχε άλλα πιο βιαστικά ζητήματα να λύσει και ταχτοποιήσει, τόνε βεβαίωσε όμως πως την εχτίμηση που είχε για το έργο του, πάντοτε ξακολουθεί να την έχει, πως πάντοτε διαβάζει και μελετά τα βιβλία του, πως η Ζωή κι Αγάπη ατή Μοναξιά, ρομάντζο του Ψυχάρη, για μήνες ήταν το αγαπημένο του βιβλίο και πως έχει ασάλευτη πεποίθηση πως η νίκη πάντα δική του θα είναι.

Ας ευκηθούμε λοιπόν πως ο Βενιζέλος, που έχει για αρχή, πως «Ο πολιτικός ανήρ πρέπει να λέγει πάντοτε την αλήθειαν και προς τα άνω και προς τα κάτω», και ο Ψυχάρης που κήρυξε πολύ πριν απ’ αυτόν πως « Με την αλήθεια, όποια κι αν είναι, δουλεύει κανείς την πατρίδα του πολύ περισσότερο παρά με την ψεφτιά, όσο πατριωτική κι αν τη νομίζει», πως αυτοί οι δυο μια μέρα θα συνεργαστούνε για να λύσουνε το γλωσσικό ζήτημα, και να μας γλιτώσουνε πια απ’ τον καθαρευουσιάνικο εφιάλτη.

Είπαμε πως τη δεύτερη φορά που ο Ψυχάρης κατέβηκε στην Ελλάδα, ήτανε στα 1893. Από τότε δεν ξανακατέβηκε παρά το καλοκαίρι του 1914, δηλαδή ύστερα από είκοσι ένα χρόνια, και τότε η πατρίδα μας, τιμώντας την τόση του δράση, τον παρασημοφόρησε με ανώτερο παράσημο.

 

Καθώς είπα πιο απάνω, στα 1888 έβγαλε ο Ψυχάρης το «Ταξίδι» του. Ύστερα από δυο χρόνια δημοσίεψε στην «Εστία» το πρώτο του δήγημα «Η Ζούλια» και στα 1897 ξέδωκε «Τ' όνειρο του Γιαννίρη» και απ’ τα 1901 ως τα 1913 άρχισε να βγάζει ένα τόμο κάθε χρόνο, δηλαδή δώδεκα τόμους, και μαζί με την πρώτη έκδοση του «Ταξιδιού» και «Τ' όνειρο του Γιαννίρη», ξέδωκε όλους μαζί δεκατέσσερις τόμους.

Απ' αυτούς έξι είναι ιστορίες (Τ' όνειρο του Γιαννίρη, Ζωή κι Αγάπη στη Μοναξιά, Τα Δυο Αδέρφια, η Αγνή και οι δυο έκδοσες του Ταξιδιού), δυο (η Ζούλια και η Άρρωστη Δούλα) που δε βγήκανε σε χωριστά βιβλία δε λογαριάζονται στους 14 τόμους, ένας τόμος δηγήματα γραμμένα για να διαβαστούνε «Στον ίσκιο του πλατάνου», που είναι και ο τίτλος τους, ένας τόμος με θεατρικά έργα, με τον τίτλο «Για το Ρωμαίικο Θέατρο και έξι τόμοι «Ρόδα και Μήλα», που είναι συλλογές που ξανατυπώνει μέσα όλα του τα φιλολογικά και γλωσσικά μ' ένα ιστορικό πρόλογο το καθένα. Ο τρίτος τόμος τω «Ρόδων και Μήλων» είναι η «Απολογία» του, και στον τέταρτο βρίσκουμε τη δικαστική απόφαση του Στελάκη, που αποδείχνει πως μπορούμε πολύ εύκολα να καθιερώσουμε μια γλώσσα ιδιαίτερη πάντα όμως δημοτική της νομικής.

Εχτός από αυτούς τους 14 τόμους, που είναι όλο σκεδόν το ελληνικό του έργο, ανάφερα στην αρχή πέντε τόμους γλωσσολογικούς σε γαλλική γλώσσα. Κι εχτός απ’ αυτούς ξέδωκε ως τα 1905 σε γαλλική γλώσσα άλλους οχτώ τόμους.

Όλοι μαζί λοιπόν είκοσι εφτά τόμοι ελληνικοί και γαλλικοί, χωρίς να λογαριάσω τα άλλα του γαλλικά βιβλία που ξέδωκε ύστερα απ’ τα 1905 και που μου είναι άγνωστα, καθώς και τις άπειρες μελέτες που έχει δημοσιέψει σε όλες τις πιο σοβαρές γαλλικές και αρκετές γερμανικές επιθεώρησες. Μα νομίζω πως και οι 27 αυτοί τόμοι μοναχά που ανάφερα είναι αρκετοί για να μας δείξουν α δούλεψε ή δε δούλεψε ο Ψυχάρης στη ζωή του (*).

Κάποτε το «Lectures pour tous» δημοσίεψε μια μελέτη σκετική με τους σοφούς της Γαλλίας που δουλεύουνε πιο πολύ. Και μέσα στα ονόματα τω σοφών αυτών ήταν και τ' όνομα του Professeur Jean Psichari, όνομα που στην πατρίδα του Ελλάδα, που τόσο δούλεψε γι' αυτήνε, δεν έχει σημασία.

Και μ' όλα αυτά ο Ψυχάρης δε βλέπει το έργο του τελειωμένο, και δε νόμισε πως πρέπει πια να ησυχάσει. Δυο έργα απ’ όλα που ετοιμάζει ιδιαίτερα τον απασκολούν και λέει πως όταν τα ετοιμάσει και τέλεια τα στείλει στην Ελλάδα, τότε ήσυχος πια θα είναι και παρηγορημένος θα πεθάνει. Το πρώτο είναι η γραμματική του, η «Μεγάλη Ρωμαίικη Γραμματική» του σε τρεις τόμους, που τώρα και τόσα χρόνια μας την υποσκέθηκε κι ακόμα να την παρουσιάσει, και το δεύτερο είναι ο «Διγενής Ακρίτας» δημοτικό ιστορικό μυθιστόρημα.

Εχτός απ’ αυτά κι άλλα ετοιμάζει, που όλο και δουλεύουνται, δηλαδή ένα δεύτερο τόμο με θεατρικά έργα, δυο ρομάντζα, ένα τόμο με τραγούδια, κατόπι «Το Μεγάλο το Ταξίδι» και στο τέλος σ' ένα τόμο «Η Ζωή μου».

Έχει και ορισμένα ανέκδοτα ο Ψυχάρης που θα δημοσιευτούν αφού πεθάνει.

 

Πολλοί καθαρευουσιάνοι, περαστικοί απ’ το Παρίσι, πηγαίνουνε ν ακούσουν τον Ψυχάρη, μόνο και μόνο, καθώς διαλαλούνε, για να του πουν αυτό για να του πουν εκείνο και να του δείξουνε πως απατάται, πως δεν ξέρει τίποτε κι α βρουν και την ευκαιρία να του πατήσουνε και κανένα βρισιδάκι! Μα όσοι πήγανε μ' αυτόν τον αέρα, διαφορετικά γυρίσανε.

Η πρώτη εντύπωση που δίνει ο Ψυχάρης είναι η απλότητά του. Φίλος κάθε επισκέφτη και πρώτος φίλος τω δημοτικιστών, που έτοιμος πάντα είναι να τους ανοίξει την καρδιά του και με ειλικρίνεια χαραχτηριστική να τους ξιστορίσει τα γλυκά του όνειρα που τρέφει για την Ελλάδα.

Δεν είναι δάσκαλος ο Ψυχάρης και η απλότητα του, η λαοφιλία του, η προθυμία του, δε σε αφήνουνε να πιστέψεις πως αυτός ο άθρωπος έζησε και ζει σ' ένα επίπεδο πνεματικό που λίγοι ζούνε στον κόσμο, γιατί ο Ψυχάρης στην Ευρώπη είναι «authorité» στο είδος του.

Στo μάθημά του απλούστατος, κατορθώνει και τα πιο στριφνά ζητήματα της γλωσσολογίας να τα παρουσιάζει όχι μόνο απλά μα και ευκάριστα, γιατί ο Ψυχάρης έχει χιούμορ πολύ, και αλλοίμονο στο δάσκαλο που θα τύχει να παραλάβει!

Είναι ακούραστος στη συζήτηση και πάντα πρόθυμος και έτοιμος να συζητήσει και για το πιο επιπόλαιο επιχείρημα των καθαρευουσιάνων. Το συμπέρασμα της κουβέντας δεν το δίνει εκείνος, μα κάμνει το συνομιλητή του να το δώσει, και έτσι ο καθαρευουσιάνος αυτός, που πήγε να πουλήσει μυαλό του Ψυχάρη, φεύγει φίλος του και συχνά οπαδός του!

Δεν είναι μόνο η συζήτηση που προσελκύει τους επισκέφτες του Ψυχάρη στην Ιδέα. Είναι και κάτι άλλο. Ο Ψυχάρης ότα μιλεί ελληνικά, μιλεί την καθάρια δημοτική, τη δημοτική εκείνη που θα μιλήσουνε μια μέρα όλοι οι αναπτυγμένοι Έλληνες, και αυτό, δηλαδή το άκουσμα της σωστής εθνικής μας γλώσσας, εθουσιάζει κάθε, έστω και λίγο, ευαίστητο άθρωπο, και κάμνει τους καθαρευουσιάνους να βεβαιώνουνε, μόλις φύγουν απ’ του Ψυχάρη, πως: «Ο Ψυχάρης δεν είναι μαλλιαρός»!!

Ένας χαραχτήρας σαν του Ψυχάρη, που πάντα έζησε για την Αλήθεια, την απρόσωπη αλήθεια που κήρυξε στα 88 και που από τότε ως τώρα πιστά και κατά γράμμα ακολούθησε και αψήφησε γι αυτήν κάθε βρισιά και μίσος, ένας τέτοιος χαραχτήρας δεν μπορούσε παρά να δώσει και άλλα δείγματα τόλμης για την αλήθεια και τη λευτεριά.

Και πραματικά όταν οι Γάλλοι, στα 1897, ήτανε με το μέρος των Τουρκών και βασανίζανε με τη στάση τους τους Κρητικούς, σηκώθηκε ο Ψυχάρης στο Παρίσι, έκαμε δημόσιο ανάγνωσμα και κήρυξε πως είναι ντροπή της Γαλλίας η πολιτική της Κυβέρνησής της, και πως οι Κρητικοί έχουν τόσο δικαίωμα λευτεριάς όσο και οι ίδιοι οι Γάλλοι. Τ' ανάγνωσμα αυτό έκαμε εντύπωση στη Γαλλία, τόνε φώναξε λοιπόν ο υπουργός ο ίδιος και του είπε πως πρέπει να πάψει. Μα ο Ψυχάρης τότε κόρωσε και αν και είχε σκοπό να μη ξακολουθήσει, όχι μόνο ξακολούθησε μα και στις επαρχίες πήγε για τον ίδιο σκοπό.

Άλλως τε ο Ψυχάρης πάντα έδειξε πόσο διαφέρεται για την Ελλάδα. Κάποτε, που είχανε γίνει σεισμοί στη Χαλκίδα, ο Ψυχάρης με δυο τρεις άλλους ρωμιούς, θελήσανε να βοηθήσουν εκείνους που πάθανε και αποφασίσανε να διοργανώσουνε παράσταση. Η παράσταση έγινε, μαζευτήκανε και εφτά χιλιάδες φράγκα και ο Ψυχάρης τα 'στειλε στην Ελλάδα. Για απάντηση γράψανε τότε οι φημερίδες πως τους παράδες αυτούς η Ελλάδα, δεν πρέπει, δε γίνεται μήτε να τους δεχτεί, μήτε να τους καταδεχτεί, και πως είναι από μέρος του Ψυχάρη βρισιά να στέλνει χρήματα στην Ελλάδα!

Μα ο Ψυχάρης φέρθηκε πάντα ιπποτικά σ' όλους που τον κατηγορήσανε, και ποτέ στις ολίγες απάντησές του, δε μεταχειρίστηκε την παραμικρή άπρεπη φράση, όπως έκαμναν και κάμουν οι αντίπαλοι του κάθε τόσο.

 

Όποιος διαβάσει αμερόληφτα και χωρίς πρόληψη βιβλίο του Ψυχάρη, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει αμέσως τη ζωηρότητα της δήγησης. Νομίζει κανείς πως δε διαβάζει, μα ακούει. Ακούει τραγούδι αρμονικό, όχι μονάχα γιατί αρμονικιά είναι η δημοτική μας μα και γιατί ο Ψυχάρης ξέρει να την κάμει ακόμα πιο αρμονικιά.

Ζωηρότητα, απλότητα και αρμονία είναι τα διακριτικά της γλώσσας του Ψυχάρη, και τα βιβλία του μας δείχνουνε ψυχολόγο δυνατό, παντού βαθιά ιδέα και ποίηση συχνή.

Κάποιος, που διάβασε το «Ταξίδι» του, πήγε τόνε βρήκε και του είπε· «Του κάκου, είσαι ποιητής.» Και πραματικά πολύ συχνά σε όλα του τα φιλολογικά βιβλία, βρίσκουμε σελίδες με ποίηση δυνατή.

Ο Ψυχάρης είναι βέβαια ένας απ’ τους πιο μεγάλους μας πεζογράφους. Μα δεν πρόκειται να μιλήσουμε για το λογοτεχνικό του έργο. Αυτό πρέπει ιδιαίτερα να ξεταστεί και ιδιαίτερα να παρουσιαστεί.

 

Η βιβλιοθήκη του Ψυχάρη είναι κάτι τι το ανεχτίμητο, γιατί είναι η πιο τέλεια βιβλιοθήκη σκετικά με την ελληνική γλώσσα. Έχει 11.000 βιβλία, δηλαδή όλα τα βιβλία που έχουνε σκέση με τη γλώσσα μας. Η βιβλιοθήκη αυτή ήτανε για να γίνει χτήμα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σκολής της Αθήνας, ύστερα απ’ το θάνατο του Ψυχάρη, μα πρόπερσι γράψανε οι φημερίδες πως ο Ψυχάρης τήνε δώρισε στη Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Βουλής.

 

Η επίδραση του Ψυχάρη είναι πολύ μεγάλη και ποικίλη.

Στα 1888 και πρώτα μεγάλο μέρος της ποίησης γραφότανε στην καθαρεύουσα και βλέπουμε, ύστερα απ' το κήρυγμα του Ψυχάρη, η ποίηση να γράφεται σιγά σιγά και πιο δημοτικά, και σήμερα ποιήματα στην καθαρεύουσα μόνο γέλια προξενούν. Κι αυτός ο Παλαμάς δεν έγραφε πριν την καθάρια δημοτική που γράφει σήμερα στα ποιήματά του.

Ο πεζός λόγος, τότε στα 1888 και πρώτα, γραφότανε όλος στην καθαρεύουσα, εχτός από ελάχιστες εξαίρεσες, και σήμερα βλέπουμε πως και σ' αυτόν η καθαρεύουσα υποχωρεί (δηγήματα, χρονογραφήματα, μυθιστορήματα, θέατρο). Μόνο η σοβαρότερη πεζογραφία, σαν πιο λιγότερο ζωντανή που είναι, έμεινε η τελευταία, μα και αυτή φυσικά θα υποχωρήσει.

Και βλέπουμε αμέσως τ' αποτελέσματα της επίδρασης του Ψυχάρη, βλέπουμε δηλαδή μία ολόκληρη νέα φιλολογία μια πραματικά ελληνική φιλολογία να δημιουργέται, πράμα που η καθαρεύουσα δεν μπόρεσε να πετύχει τόσα και τόσα χρόνια.

Η επίδραση του Ψυχάρη δεν αναφέρεται βέβαια μονάχα στη φιλολογία, μα και σ' αυτόν τον προφορικό λόγο, γιατί δε συναντούμε πια εκείνους τους τύπους που μιλώντας σκέφτουνταν κάθε λέξη που θα πούνε να είναι σωστή, μη θέλοντας ν' αφήσουνε τον εαυτό τους να μιλήσει λέφτερα και ειλικρινά.

Άλλως τε και οι «ελληνικούρες» λείψανε, γιατί όλοι μας έμμεσα ή άμεσα δεχτήκαμε την επίδραση του Ψυχάρη.

Είναι δυστύχημα για την Ελλάδα που ενώ βλέπουμε οι ξένοι να μελετούνε τη δημοτική μας γλώσσα και, να ιδρύουνε και διατηρούνε έξι ως τώρα έδρες πανεπιστημιακές της δημοτικής, εμείς όχι μόνο δε σκεφτήκαμε να ιδρύσουμε μια τέτοια έδρα της γλώσσας μας, μα ακόμα προσπαθούμε ν' αποδείξουμε πως η δημοτική, η ζωντανή μας γλώσσα, πρέπει να περιφρονιέται.

Πρέπει να ελπίσουμε πως με την κατεύτυση που παίρνει ο δημοτικισμός, που από αίρεση έγινε αξίωση της κοινωνίας μας, ανάγκη κοινωνική, και που όλο και προοδεύει, πως γρήγορα θα πάψει η τόση αδιαφορία του Ελληνισμού και θ' ακούσουμε την πρόσκληση του καθηγητή Ψυχάρη στην Αθήνα, για να διδάξει στο Πανεπιστήμιο τη δημοτική.

Ο Ψυχάρης δεν είναι μονάχα μεγάλος καινοτόμος της γλώσσας μας, είναι και ο πρώτος που έφερε στον Ελληνισμό μια Ιδέα, μια απρόσωπη Ιδέα, την ιδέα του δημοτικισμού. Ξέρουμε πόσο προσωπικά και συφεροντολογικά σκέφτουνταν και σκέφτεται ακόμα ο Ελληνισμός. Δεν έχουμε παρά να διούμε τα πολιτικά του κόμματα για να το καταλάβουμε. Ο τάδε ψήφιζε και ψηφίζει για τον τάδε, δηλαδή για το πρόσωπο του τάδε και όχι για μια Ιδέα (συντηρητική, δημοκρατική, σοσιαλιστική κλπ.), που πάντοτε αντιπροσωπεύουν οι βουλευτές σε όλα τα πολιτισμένα μέρη.

Γι' αυτό το λόγο μεγάλη σημασία έχει ο δημοτικισμός και γι' αυτό ακόμη περισσότερο πρέπει να τιμούμε τον Ψυχάρη.

Η δουλειά του Ψυχάρη, η επίδρασή του, τα ως τώρα αποτελέσματα της επίδρασής του και τα μελλοντικά, με κάμουνε να κατατάξω τον Ψυχάρη στην πρώτη γραμμή του σημερνού μας πνεματικού κόσμου μαζί με δυο άλλους, το Βενιζέλο και τον Παλαμά.

αρχή

 

Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

 

Ένα όνομα και μια εποχή. Εποχή που το γλωσσικό πρόβλημα—το πρώτο και μόνο που είχε ωριμάσει ως τότε—το σημαντικότατο ζήτημα που είχε να λύσει ο νέος ελληνισμός αν ήθελε να προκόψει στο δρόμο της ζωής—ξεκαθαρίζεται μέσα σε λίγες δεκαετίες και η λύση του, από νοσταλγία και ενόραση λιγοστών ατόμων, μεσταίνει σε κίνηση κοινωνική όλο και πλατύτερη.

Στη σειρά εκείνων που προϊδεάστηκαν την καθιέρωση της ζωντανής και αληθινά εθνικής γλώσσας δεν είναι βέβαια ο Ψυχάρης πρώτος, καθώς δεν είπε και την τελευταία λέξη. Είναι όμως εκείνος που φάνηκε στην ώρα του, στο πλήρωμα του χρόνου, για να μας πει ό,τι έπρεπε και να εγκαινιάσει καινούρια εποχή.

Στα χρόνια που έχομε την επιστημονική δράση και τη γλωσσική επίδραση του Ψυχάρη, ενώ στην άλλη Ευρώπη αρχίζουν και μελετούν στοχαστικότερα και πιο μεθοδικά τη νέα μας γλώσσα, στην Ελλάδα, κοινωνικά ανεξέλιχτη ακόμη και με παιδεία πρωτόγονη, κυριαρχεί ο αρχαϊσμός, θρεμμένος με το πλάνο όνειρο του γυρισμού, και βασιλεύει μια περιφρόνηση μεσαιωνική της μητρικής γλώσσας και των άλλων λαϊκών στοιχείων του εθνικού πολιτισμού. Είναι τα χρόνια που επιστήμη και ελληνομάθεια νομίζονταν ένα, που παράδερνε στο πανεπιστήμιο ο κοντισμός ρίχνοντας τη σκιά του ως τα σπλάχνα της ανύπαρχτης σχεδόν λαϊκής παιδείας (ρήματα σε-ουν έφτανε για να μην εγκριθεί ένα αναγνωστικό) και που ακόμη και ο Χατζιδάκις, γλωσσολόγος, ξεσπάθωνε εναντίο στο Βερναρδάκη, υπέρμαχος του θιγγάνω και του ο λέμβος.

Κάποια αλλαγή ωστόσο γλυκοχάραζε. Κάτι πάλευε μέσα στους λογοτεχνικούς κύκλους· η δημοτική, προγραμμένη ακόμη και από την ποίηση, πετυχαίνει τη μισοαποκατάστασή της εκεί και στο διαλογικό μέρος των διηγημάτων. Με την επίδραση του Πολίτη μερικοί νέοι τότε συγγραφείς αρχίζουν να προσέχουν με στοργή τους λαογραφικούς μας θησαυρούς. Μερικοί από τους νεότερους επιστήμονες, φρεσκογυρισμένοι από το εξωτερικό, αντικρίζουν ιστορικότερα και πιο νηφάλια τη νέα Ελλάδα και τη γλώσσα της, και μέσα στη γενική πλάνη μισονιώθουν (χωρίς να συλλογιστούν να του αντιταχτούν) το μοιραίο λάθος του αρχαϊσμού.

Το κήρυγμα του Ψυχάρη πρωτακούστηκε, καθώς δεν είναι συνήθως γνωστό, δύο χρόνια πριν από το «Ταξίδι» του. Στα χρόνια ίσια ίσια που ο Δημήτριος Βερναρδάκης βροντοφωνούσε: πίσω σιγά σιγά στη ζωντανή γλώσσα του ελληνικού λαού με τη γραμματική της, και που ο Γ. Χατζιδάκις τον αντιμάχονταν, πολεμώντας για χάρη του κοντισμού όχι μόνο κάθε ριζικότερη αλλαγή, άλλα και την παραμικρή απλοποίηση της καθαρεύουσας: όχι σιγά σιγά παρά διαμιάς τη δημοτική, με όλους της τους κανόνες, όχι όμως τώρα, αμέσως, παρά αργότερα, μια μέρα, όταν και αν θα έρθει η ώρα, το νέο κήρυγμα έλεγε: Διαμιάς και αμέσως.

Οι γλωσσικές ιδέες του Ψυχάρη πρωτοπαρουσιάζονται προγραμματικά (αν και κάπως ασυστηματοποίητα διατυπωμένες) κάπου χωμένες σ' ένα κεφάλαιο του πρώτου τόμου των Essais de Grammaire historique Néogrecque. Ίσως ποτέ αργότερα δε θα τις ξαναβρούμε έτσι συγκεντρωμένες και τόσο σωστές. Αξίζει να συνταιριαστούν εδώ (σε μετάφραση) οι βασικότερές τους:

Ένα έθνος καταχτά τη θέση του στον κόσμο άμα έχει εθνική ζωή και γι' αυτό χρειάζεται καθορισμένη εθνική φιλολογική γλώσσα.

Αν στο Εικοσιένα με το φιλελληνισμό μπορούσε να ωφελήσει ο αρχαϊσμός, είναι πια καιρός να νιώσομε το παραστράτημα της εθνικής φιλοτιμίας και ν' αναγνωρίσομε στη λαϊκή γλώσσα την πιστοποίηση της καταγωγής μας.

Όποιος λέει τις (από το τας > τες) είναι πιο κοντά στο αρχαίο τας από εκείνον που έμαθε το τας στο σχολείο.

Στα σχολεία δε διδάσκεται η νέα γλώσσα, όπως γίνεται παντού, και όμως αυτό χρειάζεται. Μόνο αν καθιερωθεί η νέα γλώσσα στην παιδεία θα μαθαίνονται παντού τ' αρχαία.

Κατάντησε να μην ξέρουν οι περισσότεροι πια τη γλώσσα τους.

Πρέπει να λείψει η διγλωσσία. Βιάστηκε ο Χατζιδάκις να γράψει τον επίλογο του γλωσσικού ζητήματος και ν' απαγορέψει τη συζήτηση. Τα ποτάμια δεν ξανανεβαίνουν το δρόμο τους. Η λόγια γλώσσα είναι γραμμένο να σβήσει. Τόσο γρηγορότερα θα πεθάνει όσο περισσότερο αρχαΐζει.

Η νέα γλώσσα, η λαϊκή και «χυδαία», πρέπει τέλος πάντων να γραφεί αποφασιστικά, όπως άρχισε να γράφεται στην ποίηση, στα πεζά, παντού, και ο κανόνας της να μπει στη θέση του σημερινού χάους. Είναι ο καλύτερος τρόπος να μιμηθούμε τους αρχαίους.

Εξελιγμένη κανονικά από τ' αρχαία ελληνικά, καθώς όλες οι γλώσσες, βρίσκεται στην ίδια θέση με τις άλλες σημερινές φιλολογικές γλώσσες στην αρχή τους. Τις περαστικές δυσκολίες που γεννά η καθιέρωσή της είχαν να τις αντικρίσουν και εκείνες άμα πρωτογράφονταν.

Ούτε ντροπή είναι ούτε γελοίο (καθώς υποστήριζε ο Χατζιδάκις), να γράφει κανείς τη γλώσσα του. Όποιος δεν ξέρει την κοινή ας γράψει στο ιδίωμά του, και το κοινό θα βρεθεί και η γλώσσα θα πλουτιστεί. Πρέπει όμως να της δώσομε καιρό αντί να τη λέμε βάρβαρη, και αντί να σταματούμε στα γινωμένα ν' αντικρίσομε ό,τι έχει να γίνει.

Χρειάζεται βέβαια κάποιος συμβιβασμός. Απαραίτητη είναι όμως μια βάση αντικειμενική, έξω από τ' ατομικά γούστα, και ο σεβασμός των νόμων της γλώσσας του έθνους (ήρωας, ρήτορας).

Να γράφονται οι λαϊκές λέξεις· οι λόγιες—όταν μας χρειάζονται αληθινά—να συμμορφώνονται στη νέα φωνητική και μορφολογία.

Κάποτε η λύση είναι δύσκολη: Το συγγραφεύς θα πρέπει να γίνει ίσως συγραφιάς, ή συγγραφέας, συγραφέας. Το συγραφιάδες (κατά το βασιλιάδες} δυσκολότερο να το κρίνομε από πριν. Ή ένας μεγάλος πεζογράφος θα βρει ίσως τη δύναμη να το καθιερώσει ή θα καθιερωθεί ο αρχαίος τύπος σαν εξαίρεση (έτσι και το έθνος - πέλαγο.)

Ο κάθε συγγραφέας ας γίνει γραμματικός και να μη φοβάται τους φιλολόγους. Χρειάζεται γερή σπρωξιά για να γλιτώσουμε τη γλώσσα από τα χέρια οπισθοδρομικών δασκάλων.

Φτάνουν πια οι θεωρίες. Στην πράξη πρέπει να δοθεί τελειωτικά η απόδειξη.

Η αλήθεια είναι ανώτατος σκοπός της ζωής, ατόμων και λαών. Και οι λαμπερότερες πλάνες δεν αξίζουν ποτέ το φως της πραγματικότητας.

 

Αυτές είναι, από το 1886, οι κεντρικές σκέψεις που φώτισαν τον Ψυχάρη στο έργο του και στον αγώνα που άνοιξε. Οι ίδιες πάντοτε. Μόνο ειδικότερα ως προς το γλωσσικό του πρόγραμμα, το κάπως συμβιβαστικότερο τότε, ξεγλιστρά σιγά σιγά ύστερ' από τις πρώτες επιτυχίες— και ίσως από τότε που βλέπει τον εαυτό του όχι πια, καθώς στο «Ταξίδι», πρόδρομο παρά τελειωτικό ρυθμιστή της νέας γλώσσας — επίμονα πια σ' έναν αλύγιστο και απόλυτο δογματισμό, που τον κάνει, όπως θα έλεγε κανείς, «ψυχαρικότερο». Οι αμφιβολίες του για το αν θα γράφομε το συγγραφείς ή αν θα τολμήσομε ένα «πραξικόπημα», περιορίστηκαν τώρα σε ζήτημα εκλογής ανάμεσα στους τύπους συγραφιάδες, συγραφέοι, συγραφέηδες, ώσπου προτίμησε τον ένα τους. Όμοια ανεπιφύλαχτη αντίληψη για τον «κανόνα», που διαμόρφωσε και που αξίωνε η «εθνική» γλώσσα, και καθαρά γλωσσολογική σκέψη τον κάνουν να γράφει γεγονότο, πρόστεση, φτώμα, βνωμοσύνη, Αισκύλος κ.ά., λύνοντας έτσι με το σπαθί του το γόρδιο δεσμό που κρύβει το γλωσσικό μας ζήτημα σε όσους επιχειρούν να βρουν μια λύση.

*

**

Δε θα ήταν όμως ούτε σωστό ούτε δίκαιο τύποι του είδους αυτού να καθορίσουν το μέτρο που θα κρίνομε το έργο του Ψυχάρη. Στα 43 χρόνια που πέρασαν από το σάλπισμά του χωρίς να το καλοκαταλάβομε άλλαξαν από χρόνο σε χρόνο και από μέρα σε μέρα πολλά. Γράφηκε και διαβάστηκε η δημοτική· συνήθισε το μάτι μας και επηρεάστηκε η γλώσσα που μιλούμε· ξεκαθαρίστηκαν και ξεδιαλέχτηκαν στην πράξη της ζωής πολλά ζητήματα· ανανεώθηκε τέλος η γενεά μας κι έτσι μας έρχεται σήμερα φυσικό, στηριγμένοι στους ώμους του Ψυχάρη και αφού αφομοιώσαμε ή πήραμε όσα μας ταίριαζαν από ό,τι κήρυξε και τα έχομε πια για κοινοτοπίες, να βλέπομε τους τύπους αυτούς από το ύψος μας σα στο κέντρο του γλωσσικού συστήματος του Ψυχάρη. Ίσως να έφταιξε σ' αυτό και ο ίδιος, που πολέμησε με κάθε τρόπο όσους δεν αποδέχτηκαν ανεπιφύλαχτα ό,τι αυτός πίστευε σωστό — τους «μιχτούς». Δε βρίσκεται όμως στους τύπους αυτούς το άπαντό του, ούτε πηγάζει απ' αυτούς η μεγάλη επίδραση που είχε σε συγχρόνους και κατοπινούς. Είμαστε ίσως ακόμη πολύ κοντά για να την εκτιμήσομε σωστά, νομίζω όμως πως μπορούμε από τώρα ν' αναγνωρίσομε ότι με τον Ψυχάρη, με τις ιδέες που κήρυξε και με το παράδειγμα που έδωσε, με τη ζύμωση που γέννησε ή που της στάθηκε αφορμή και μαγιά η γλωσσική ανανέωση, κατορθώθηκαν τ' ακόλουθα στα τελευταία 40 χρόνια:

α) καθορίστηκε ο τύπος μιας εθνικής κοινής γλώσσας, θεμελιωμένης στη ζωντανή έκφραση του ελληνικού λαού.

β) ανακαλύφτηκε η σημασία της μητρικής γλώσσας και καλλιεργήθηκε η νέα κοινή όλο και συστηματικότερα και πλατύτερα. Γράφηκε κανονικά στην ποίηση. Γράφηκε — ύστερ' από ελάχιστες απαρχές πριν —στο πεζό — από τη λογοτεχνία, που δε γράφεται πια σε καθαρεύουσα, ως τον επιστημονικό λόγο. Αντίθετα, η καθαρεύουσα, ιδίως του τύπου και της καθημερινής ζωής, κλονίστηκε σημαντικά, έτσι που να ξεφτά σε ανακάτωμα ποικίλων μεταβατικών διάμεσων τύπων, αλλά και θεωρητικά μόλις στέκεται στα πόδια της, καθώς έδειξε η εξέλιξη των τελευταίων 15 χρόνων.

γ) η νέα μας λογοτεχνία, γυρίζοντας προς τη μητρική γλώσσα (δε μιλώ εδώ για τους Εφτανησιώτες με τη χωριστή τους παράδοση), προς την ελληνική ζωή και φύση, ξαναβαφτίστηκε στα πηγαία στοιχεία του εθνικού πολιτισμού και μ' ένα πρώτο άνθισμα άρχισε ν' αναζητεί το δρόμο της.

δ) ωρίμασε η ιδέα, που μας την έκαμε αργότερα ακόμη πιο συνειδητή ο Φωτιάδης, πως είναι αδύνατο ν' αναγεννηθεί η ελληνική παιδεία όσο δεν κάνει όργανό της τη μητρική μας γλώσσα και μαζί μ' αυτή, που άρχισε να καθιερώνεται στο δημοτικό σχολείο (1917), είναι τώρα δυνατό να χρησιμοποιηθούν όλοι οι λαογραφικοί και λογοτεχνικοί θησαυροί που έχουν εκφραστεί σ' αυτή και να δημιουργηθεί σιγά σιγά παιδεία θεμελιωμένη στα ζωντανά και γόνιμα στοιχεία της ελληνικής ζωής.

ε) Αλλά και γενικότερα, με τον Ψυχάρη κατορθώθηκε η αληθινά «απολυτρωτική» μεταστροφή ενός βαρυσήμαντου νεοελληνικού κοινωνικού ιδανικού: η παμπάλαιη βαθιοριζωμένη παράδοση του αρχαϊσμού άρχισε να υποχωρεί στο δημοτικισμό. Ύστερ' από το ελπιδοφόρο πρώτο ξύπνημα του 1880, τις διπλές και δυσκολοεφάρμοστες αρχές του μεγάλου Κοραή και το ιδεολογικό παραστράτημα των πρώτων εκατό χρόνων που εκφράζει και συμβολίζει η καθαρεύουσα, με τον Ψυχάρη αρχίζει νέα εποχή. Οι ζωντανές και δημιουργικές δυνάμεις που ξυπνούν μέσα στο έθνος και γίνονται εργάτες του πολιτισμού του, αργά ή γρήγορα κάνουν τη νέα κοινή όργανό τους και αντικρίζοντας ωριμότερα τη σχέση γλωσσικού τύπου και ουσίας, τη θέση της νέας Ελλάδας στη σύγχρονη ζωή και τη σχέση της με τα περασμένα, γίνονται πρόδρομοι για μια πραγματική πνευματική αναγέννηση.

*

**

Οι λόγοι που βοήθησαν να καρποφορήσει η προσπάθεια του Ψυχάρη είναι πολλοί. Είπα παραπάνω πως φάνηκε ο ίδιος στην ιστορία όταν ωρίμαζε ο καιρός για να εκφράσει και να σαρκώσει με περισσότερη επιτυχία από τους προδρόμους του την ιδέα πως είναι ανάγκη να τιμήσει και να καθιερώσει το έθνος του τη μητρική γλώσσα σε κάθε περίσταση, ατομική, κοινωνική, κρατική. Έφερε ωστόσο και ο ίδιος στον αγώνα πολλαπλές αρετές.

Πρώτα πρώτα έφερε στο γλωσσικό χάος αιώνων και τις άγονες συζητήσεις φιλολόγων και άλλων μέσα στο ελεύθερο κράτος, που σέρνονταν με την καθαρεύουσά του στο αδιέξοδο — τις ατελείωτες συζητήσεις τις χωρίς βάση συνήθως ή με αρχές μπερδεμένες ή άτολμες — ένα ξεκαθαρισμένο πρόγραμμα, συνταιριασμένο σε ακριβοζυγισμένο σύστημα, που από την πρώτη στιγμή ως την τελευταία αμετάβλητο, αντικρίζει το μεγάλο πρόβλημα του έθνους συνολικά και σχεδόν σε κάθε του άποψη, και ξέρει να δείξει και τη λύση.

Κατόρθωσε έπειτα με τα φυσικά του χαρίσματα να συνενώσει στη ζωή του και στο έργο του με το φως της επιστήμης την πνοή της τέχνης, και λογοτεχνία και γλωσσολογία συντροφεύτηκαν στην ψυχή του με μια ακούραστη, επίμονη, λεπτόλογη και μεθοδολογημένη πολεμική και απολογητική.

Πολύμαθος, φωτεινό μυαλό και ψυχή καλλιεργημένη, είχε ακόμη μια αισιόδοξη πίστη στη ζωτικότητα του ελληνικού έθνους και την αναμορφωτική σημασία του κηρύγματός του. Πίστη φλογερή και ακατάλυτη ζέσταινε την ψυχή του και του φτέρωνε τη φωνή και το κοντύλι, που εμπνευσμένη από την τόσο απλή στο βάθος αλήθεια που ήρχονταν να κηρύξει στην έρημο του στεγνού πια αρχαϊσμού, ξυπνούσε, φώτιζε και συντάραζε τις ψυχές των ομογλώσσων του, δημιουργούσε σιγά σιγά πιστούς και προσηλύτους και κατόρθωνε, όρη μεθιστάνοντας, να λύσει τα χιλιόχρονα μάγια και να μετακινήσει το βουνό του αττικισμού.

Και ήταν του Ψυχάρη η πίστη έμπραχτη κατάφαση της γλωσσικής ζωής του έθνους. Αν οι πρώτες λέξεις που διαβάζομε στο «Ταξίδι» του είναι τ' ομηρικό «αμύνεσθαι περί πάτρης», άλλο τόσο μπορούσε να πάρει για προμετωπίδα του του Φάουστ το «εν αρχή ην η πράξις», καθώς απάνω κάτω μας το λέει κιόλας στους προγραμματικούς στοχασμούς του 1886. Άμεση πιστή εφαρμογή του συστήματος που υποστήριζε, με κάθε τρόπο, παντού και πάντοτε, σε όλο το πολυποίκιλο έργο του από το «Ταξίδι» του ως τις επιστημονικές του διατριβές, σε πολεμικές και σε γράμματα, ως το γράμμα του στον πατριάρχη Ιωακείμ για τη μετάφραση του ευαγγελίου, στα «Ρόδα» του και στα «Μήλα». Πώς αλλιώς; Ως πότε οι αιώνιες συζητήσεις, οι μασημένες υπεκφυγές και οι συμβουλές για το πώς πρέπει να γράφουν... οι άλλοι: Έτσι θα προχωρήσομε στο καλύτερο; Γι' αυτό και όλα όσα μας άφησε ο Ψυχάρης στα χρόνια που πέρασαν από το «Ταξίδι» του (από πριν υπάρχουν γράμματά του σε καθαρεύουσα) είναι συμμορφωμένα στη γραμματική που δίδαξε. Τι διαφορά απέραντη με τόσους πλατωνικούς η όψιμους υπερμάχους της «απλής» γλώσσας, ψευδοπροφήτες λέγοντας Κύριε, Κύριε, και ψευτοσυμβούλους των εύκολων κριτικών. Φανταστείτε τον Ψυχάρη ν' ακολουθούσε το παράδειγμά τους και να μην είχε γράψει!

Βγήκε όμως ο Ψυχάρης ωφελημένος και που πέρασε τη ζωή του μακριά από την Ελλάδα. Ένιωσε εντονότερα — έτσι και μερικοί ξεχωριστοί πριν από αυτόν, καθώς ο Κερκυραίος παπάς Ν. Σοφιανός στο 16ο αιώνα — τη διαφορά του πολιτισμού της πατρίδας που είχε αφήσει με τον πολιτισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών λαών, το θεμελιωμένο κι εκφρασμένο στην εθνική τους γλώσσα. Γνώρισε σα γλωσσολόγος και τους αγώνες για την καθιέρωσή της.(*) Το ότι έζησε ο Ψυχάρης στο εξωτερικό ήταν, τουλάχιστο για τα παλιότερα χρόνια, δύναμη. Πήρε έτσι ευκολότερα απόσταση από θολή κατάσταση που τραβούσε ασυγκράτητη χωρίς τέλος και λύση· αντίκρισε κατάματα το φαύλο κύκλο του γλωσσικού, εκπαιδευτικού και κοινωνικού χάους, έξω από πρόσωπα και τις αναπόδραστες κοινοτικές επιδράσεις· βρήκε έτσι το σωτήριο «πα στω» και στάθηκε εκεί για να επιμείνει χωρίς συνθηκολογίες στην αλήθεια που του ξεσκεπάστηκε μια φορά. Imravidum ferient ruinae. Ήταν αυτό δύναμη, που με τα χρόνια όμως άρχισε να φανερώνει αδυναμία όλο και μεγαλύτερη. Γιατί μακριά αδιάκοπα σχεδόν από την Ελλάδα και χωρίς το καθημερινό άκουσμα και μίλημα της μητρικής γλώσσας, του έλειπε κάποια πολυμερέστερη και διαισθαντικότερη προσαρμογή στη γλωσσική πραγματικότητα που ζητούσε με το σύστημά του να εκφράσει και να την κυριαρχήσει· και αφού η καινούρια γραπτή γλώσσα άρχισε, με του ίδιου το σάλπισμα και το έργο, να μεστώνει και να φέρνει καρπούς, ο γλωσσικός τύπος στον οποίο ήθελε να την εκφράσει και να την κλείσει, καταντούσε δεσμός που τον κρατούσε πια δεμένο.

*

**

Ειπώθηκε πολλές φορές από εχθρούς και φίλους, πως ο Ψυχάρης, με τις «υπερβολές» του και γενικά με την εμφάνιση του, έβλαψε, παρεμποδίζοντας μια φυσιολογικότερη εξέλιξη· πως χωρίς αυτόν θα είχαμε προχωρήσει γρηγορότερα και πιο καλά προς μια λύση. Είναι δύσκολο, ίσως και χαμένος καιρός, να γυρεύομε σε τέτοια ζητήματα απάντηση, μια και είναι αδύνατο να πειραματιστούμε ξαναδημιουργώντας μέσα στη ζωή κοινωνικά φαινόμενα, με προϋποθέσεις και όρους διαφορετικούς από κείνους που δούλεψαν μια φορά στην ιστορία για να τα γεννήσουν· ωστόσο δεν πιστεύω πως η ζημία ήταν, κοντά στην ωφέλεια που είδαμε, τόσο μεγάλη.

Χωρίς τον Ψυχάρη και τον επαναστατισμό που έφερε ή που γέννησε, η μεταστροφή θα ωρίμαζε αργότερα πολύ, και πιθανότατα πάλι να μην πρόκοβε δίχως κάποιο επαναστατισμό στην αρχή. Γιατί περισσότερο ακόμη παρά στο κήρυγμα του Ψυχάρη, κρύβονταν αυτός στη γλωσσική αλήθεια και την απόστασή της από την πλάνη του αρχαϊσμού, που είχε απλωμένα τ' αρπάγια του σε όλων τις ψυχές. Το ξάφνισμα και το τίναγμα που έφερε ο Ψυχάρης ήταν κάτι που έπρεπε μοιραία να το δοκιμάσει το αίσθημα και η ψυχή του έθνους, για ν' αναστηθεί σε καινούρια γλωσσική ζωή. Ακόμη και τη σημερινή απλοποίηση της καθαρεύουσας και το ανακάτωμά της, καθώς καθιερώθηκε πια στις εφημερίδες, τα έφερε προπάντων το δημοτικιστικό κίνημα και όχι τάχα κάποια ακαθόριστη και άτολμη διδασκαλία για απλοποίηση.

Λογοτεχνία δεν είχε βέβαια να δείξει στα χρόνια εκείνα ο ελληνισμός, εκτός από την αγνοημένη εφτανησιώτικη που να στηρίξει γλωσσική μεταπολίτευση· τόσο το χειρότερο όμως γι' αυτόν. Οι πηγές της δύσκολα θ' άνοιγαν να τρέξουν, όσο θα τις έφραζε ο λογιοτατισμός και αυτή ζήτησε πρώτα πρώτα να ξεσκλαβώσει ο Ψυχάρης.

Ωστόσο δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε ότι —τουλάχιστον η ιστορική εξέλιξη κρέμεται από πρόσωπα μονωμένα—ορισμένες ιδέες, εκδηλώσεις και ιδιότητες του Ψυχάρη εμπόδισαν το έργο του να έχει όλη την απόδοσή του και σιγά σιγά τον έκαμαν να χάσει την άμεση επαφή με κίνηση που την είχε δημιουργημένη λίγο πολύ ο ίδιος. Περισσότερο ποιητική ψυχή παρά επιστήμονας, αντίκρισε ανάλογα και το πρόβλημα που ζήτησε να λύσει, και πίσω από την αφοσίωσή του για την «Ιδέα» που έφερε ο ίδιος στη ζωή, ήταν το άτομό του και ένας εγωκεντρισμός, που ξεσπούσε σε χίλιες δυο μικρολεπτομέρειες.

Στο αναμορφωτικό του κήρυγμα, που έπαιρνε η γλώσσα τη βασική θέση, δίχως άλλο έδινε σ' αυτή θέση πρωταρχική. Φταίει η διγλωσσία και η καθαρεύουσα για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας ή είναι αυτά συμπτώματά της μόνο;—Είναι η πνευματική ξεραΐλα αποτέλεσμα της κυριαρχίας της καθαρεύουσας ή μήπως είναι η καθαρεύουσα σημάδι πνευματικής φτώχειας; Έτσι ρωτούσε μια φορά ο Thumb σ' ένα του άρθρο για το γλωσσικό μας ζήτημα, γραμμένο ύστερ' από τα Ορεστειακά. Και στην απάντηση, όπου υποστήριζε ωστόσο την ανάγκη της γλωσσικής αλλαγής, έλεγε: Βρίσκονται και τα δύο σε αλληλεπίδραση.— Για τον Ψυχάρη δε φαίνεται να γεννήθηκε η απορία, ή τουλάχιστον η κατάφασή του στο πρώτο μέρος δείχτηκε απόλυτη. Και σπρωγμένος ίσως και από εξωτερικές περιστάσεις (λ.χ. το σχετικό ξεκαθάρισμα θεωρητικά, του γλωσσικού ζητήματος στους επιστημονικούς κύκλους) και την επιστήμη του, υπερτιμούσε τη σημασία της γλωσσικής μορφής, της γραμματικής πειθαρχίας, έτσι που να επηρεάζεται στην κρίση του για την ουσία. Παραέδινε σημασία στην εξωτερική διάδοση των ιδεών του, στο γλωσσικό διαφωτισμό και τον αριθμό των προσηλύτων, εκεί που αλήθεια χρειάζονταν και κάτι ουσιαστικότερο. Και στο γραμματικό του σύστημα, με το παραπάνω λιτό, σχηματικό και, καθώς παρατηρήθηκε, χημικά αποσταγμένο, δε λογαριάζει όσο πρέπει τον κοινωνικό συντελεστή και δείχνεται, όσο περνούν τα χρόνια, καθυστερημένος με μια γλωσσολογία ριζωμένη σε παλιότερη εποχή. Κάποιοι ξενισμοί του, δικαιολογημένοι από τη ζωή του στο εξωτερικό — πάντοτε όμως λιγότεροι απ' όσους ακούμε καθημερινά από την καλή μας κοινωνία στ' αθηναϊκά σαλόνια ή γράφομε στην καθαρεύουσα — έδωσαν συχνά αφορμή σ' επικρίσεις. Στο λογοτεχνικό του έργο του έλειψε η έμπνευση που ονειρεύτηκε και πίστεψε, που θα δημιουργούσε μεγάλα έργα, με βαθύτερη επίδραση στην ελληνική κοινωνία και τη γλωσσική της συνείδηση. Το ύφος του, σμυρνιοπολίτικο και ξένο στους Παλιοελλαδίτες, μα και συχνά με κάτι προσωπικότερα δικό του, γίνονταν φορές φορές, μ' όλα τ' άλλα του χαρίσματα, αντιπαθητικό ή ακαλαίσθητο. Και ήταν ακόμη με το παραπάνω απλό, κουβεντιαστό, όπως, νομίζω, το χαρακτήρισε ο ίδιος, για να μας γίνει πρότυπο σε λόγο με συνθετότερη σκέψη. Έτσι δεν μπόρεσε να γεμίσει με ολόκληρη την προσωπικότητά του τη θέση που τον ύψωσε η πνευματική μας ιστορία και ακόμη, όσο περνούσαν τα χρόνια, κατόρθωσε να στερηθεί εγκάρδιες προσωπικές συμπάθειες που είχε αποχτήσει και που τις άξιζε για ό,τι μεγάλο κατόρθωσε.

*

**

Καθώς τονίστηκε παραπάνω ο Ψυχάρης έμεινε σε όλη του τη ζωή πιστός στις ίδιες ιδέες που μας τον πρωτογνώρισαν, βαθαίνοντας μόνο αυστηρότερα την έννοια των «κανόνων» του, χωρίς να δείξει πως ανανεώνεται. Συνηθίσαμε κι εμείς να τον βλέπομε έτσι μονοκόμματο, που να μην μπορεί να αλλάξει, και ίσως να μας είχε ενοχλήσει αυτό αν γίνονταν, αν αλήθεια άλλαζε μια φορά, αν το μυαλό που θεμέλιωσε το δημοτικισμό έπαυε έξαφνα να πιστεύει στον κανόνα που χάραξε, και που κι αν δεν τον ακολουθούμε, μας στάθηκε όμως οδηγός. Ακόμη και όταν τα τελευταία χρόνια νεωτέρισε ο Ψυχάρης στην τόσο συντηρητική του ορθογραφία και άρχισε να γράφει μ' ένα μόνο τόνο και χωρίς πνεύματα, σα να ήταν αυτό περίεργο και ούτε και ο ίδιος δεν το εφάρμοσε παντού.

Θυμούμαι, όταν τον ξαναείδα ύστερ' από χρόνια πάλι στο Παρίσι, και με την πείρα ζωής κι εργασίας αρκετών χρόνων στην Ελλάδα, αναζητούσα με κάποια λαχτάρα τη σκέψη του Δασκάλου που αξιώθηκε να γραφεί τ' όνομά του στην ιστορία, και του μιλούσα για τη γλωσσική πραγματικότητα, όπως την έβλεπα—όπως ήταν. Είχα φανταστεί πως ήταν δυνατό να του δοθούν στοιχεία ξαναπροσαρμογής σ' αυτή.

Ήταν βέβαια, και τα χρόνια, που περνούσαν αγύριστα. Μα τα εκφραστικά μάτια που φωτίστηκαν μια φορά από το ευαγγέλιο του «Ταξιδιού", τα ίδια ακόμη και πάντα από το 1888, δεν είχαν πια τη δύναμη να ιδούν πώς είχε και άλλα καινούρια προβλήματα, ζωντανεμένα ίσια ίσια από την πρώτη επιτυχία. Έφυγα με την εντύπωση πως ξέφυγε του Ψυχάρη η πραγματικότητα. Ο πατέρας του δημοτικισμού είχε πει ό,τι έπρεπε και ό,τι μπορούσε, στην εποχή του. Σ' αυτή μέσα ζούσε ακόμη.

Μια άλλη φορά, αργότερα, δείχτηκε ο Ψυχάρης δισταχτικότερος άμα του εξήγησα πόσο ανεφάρμοστη είναι η συμμόρφωση τόσων συμφωνικών συμπλεγμάτων στις τόσο άφθονες λόγιες λέξεις, όπως την απαιτούσε (λ.χ. πτ>φτ). Σα να κλονίστηκε. Και απόρησα κι εγώ: Τότε, είπε να τα δεχτούμε για την ώρα, σαν εξαίρεση.

Τέτοια όμως απόφαση, για τόσο μεγάλη αλλαγή του γλωσσικού συστήματος—γιατί το κύριο ήταν η καθιέρωσή τους, προσωρινή ή όχι, ποιος το ξέρει πάντα, και όχι η εξαίρεση —δεν μπορούσε πια να ριζώσει και να ωριμάσει. Και όταν αργότερα έγινε γνωστή η συνομιλία μας εκείνη πλατύτερα, ήρθε ξαφνικά για απάντηση από το Παρίσι μια από τις γνωστές εκείνες βίαιες και συχνά χαριτωμένες προσωπικές πολεμικές, που αρνιούνταν και που μπέρδευε, για να χτυπήσει το βέβηλο, που έκαμε το λάθος να ζητήσει ν' αλλάξει αυτόθελα την ιστορική πια φυσιογνωμία του Δασκάλου. Ήθελε να μείνει και να φύγει καθώς τον ξέραμε όλοι, φίλοι και εχθροί, πιστός στη γραμματική που χάραξε, πιστός στη γραμμή της ζωής του.

*

**

Την εποχή των πρώτων 40 χρόνων από την εμφάνιση του Ψυχάρη μπορούμε να την ονομάσομε εποχή της ορμής και ανησυχίας (Sturm und Drag) του δημοτικισμού. Μέσα σε ζύμωση αρκετά πολεμική ανανεώνεται σιγά σιγά η γλωσσική συνείδηση της κοινωνίας και μεταστρέφεται το γλωσσικό της ιδανικό. Οι μεγάλες αντιθέσεις χάνονται στο τέλος (δεν πρόκειται για τους καθυστερημένους και αφελείς του αυστηρού αρχαϊσμού)· τα ριζοσπαστικότερα δημοτικιστικά ή κοινωνικά στοιχεία παροχετεύονται σε άλλα κοινωνικά ρεύματα· η παραριγμένη δημοτική παίρνει τελειωτικά τη θέση της μέσα στο δημοτικό σχολείο· οι γλωσσικοί αγώνες που κορυφώθηκαν σε διάφορα κινήματα αντιδραστικά, ξεθυμαίνουν. «Ζήτημα γλωσσικό» είναι δύσκολο να ξαναπιάσει.

Ο Ψυχάρης ανήκει κυρίως στην ορμητική εποχή της πρώτης εικοσαετίας, την εποχή της «Ιδέας». Εκεί είναι ριζωμένος ψυχικά· την κοινωνία εκείνη νιώθει και για κείνην γίνεται το κήρυγμά του. Την εποχή αυτή, που αντιστοιχεί στο παιδικά χρόνια του νέου δέντρου που υψώνεται περήφανο, τη χαρακτηρίζει: Τολμηρό νεανικό αντίκρισμα των γλωσσικών προβλημάτων και η πίστη πως η νεοκαλλιέργητη γλώσσα μπορεί και πρέπει να καθιερωθεί με όλους τους νόμους της καθαρής λαϊκής γλώσσας. Κάποια αφέλεια στην ελπίδα και πεποίθηση, πως μαζί με τη γλωσσική αλλαγή θα πετύχομε ουσιαστικότερη αλλαγή στη διαμόρφωση του πολιτισμού μας· πώς θ' αλλάξουν και θα διορθωθούν έτσι στην Ελλάδα όλα τα στραβά ή πολλά τους.

Στο μεταξύ η καλλιέργεια και το πρώτο άπλωμα της νέας κοινής γίνεται αφορμή ν' αρχίσει γύρω της η γλωσσική μυθολογία (πρώτα πρώτα το νεόβγαλτο πρώτο περιοδικό της δημοτικής, η «Τέχνη», βαφτίζεται τάχα «Μαστοροσύνη») και ξεσπούν τα πρώτα αντιδραστικά κινήματα. Μοιραία. Γιατί κοινωνία θρεμμένη από πάντα με την αρχαία γραμματική και αυτήν υψώνοντας σε σύμβολο του εθνισμού της, ήταν έτοιμη να βρει «υπερβολή» κάθε λέξη και τύπο της μητρικής γλώσσας που δεν είχε γραφεί ως τότε. Γιατί αλήθεια, δε γράφομε όπως μιλούμε, παρά όπως γράφουν οι άλλοι.

Από το άλλο μέρος, η νέα προσπάθεια χρειάζονταν κάποια προθεσμία καιρού να εφαρμόσει και δοκιμάσει πραχτικά την ιδέα της, που δε στηρίζονταν σε αρκετή παράδοση, και εκεί, μαζί με τον αναπόφευγο δογματισμό ήταν φυσικό, οπαδοί και νεοφώτιστοι, να γράψουν και τύπους που με το δίκιο τους πειράζουν. Αυτό γίνεται με λέξεις λόγιες που συμμορφώνονται στη γραμματική της δημοτικής ή που για λόγους όχι και τόσο απαραίτητους εξομαλύνονται φωνητικά (βιβλιοπουλείο, πρόχερος, περικεφαλιά) και ακόμη με λέξεις λαϊκές. Χρησιμοποιούνται κάποτε λέξεις απαρχαιωμένες ή και ιδιωματικές (δυσκολογνώριστες συχνά από πριν, αφού γράφονταν η καθαρεύουσα). Ανακατώνονται τα όρια δημοτικισμού και χυδαϊσμού (πιο φανερού άλλωστε τώρα με τη δημοτική παρά πριν με την καθαρεύουσα) και παραγνωρίζεται κάποιος εξευγενισμός κοινωνικός, που τον εσυμπαρακολούθησε και η γλώσσα (καφενές, χαβάς, δαύτος). Σχηματίζονται από μερικούς συστηματικότερα (όχι όμως και τον Ψυχάρη) νέες λέξεις (πεφτάστερο), όχι άλλωστε πάντοτε κακές. Εξακολουθεί να πιστεύεται για τη δημοτική που πρωτογράφεται, ό,τι είχε διακηρύξει μια φορά για την καθαρεύουσά του ο Κόντος με συνήγορο τα Χατζιδάκι, πως για χάρη της γραμματικής είναι ανάγκη να δεχτούμε και τύπους που δε μας έρχονται στο (χαλασμένο) γλωσσικό μας αίσθημα.

Στη δεύτερη εικοσαετία, ενώ προκόβει η καλλιέργεια της δημοτικής, η προσοχή στρέφεται από τη λογοτεχνία στην παιδεία προπάντων και κορυφώνεται ο αγώνας με τη σχολική καθιέρωση της μητρικής γλώσσας. Και έχομε μια εμβάθυνση της εκπαιδευτικής και γενικότερης σημασίας του δημοτικισμού. Τώρα είναι που πρωτογράφεται και η λέξη δημοτικισμός. Η μεταρρυθμιστική ζύμωση συνεχίζεται γύρω από το όνομα του Ψυχάρη, συνεχίζοντας ιδέες και γραμμές του «Ταξιδιού» ή που βγαίνουν από κείνο. Αλλά σιγά σιγά τα όρια της «Ιδέας» χάνονται, και όσο για το γραμματικό μέρος, οι δισταγμοί και οι πραχτικές επιφυλάξεις των περισσότερων φίλων της νέας κοινής κρυσταλλώνονται σε κάπως διαφορετική βάση. Πολλοί μένουν πιο πιστοί στην ορθοδοξία, ιδίως όσοι παίρνουν τώρα και στον κοινωνικόν αγώνα θέση.

Στο γλωσσικόν αγώνα πρωτοστατούν τώρα αποκλειστικότερα όσοι δρουν μέσα στην Ελλάδα. Είναι και η εποχή ύστερ' από το Γουδί, όπου κοινωνικές, πολεμικές και πολιτικές ζυμώσεις σπρώχνουν το νεαρό έθνος ν' αντικρίζει αμεσότερα τη ζωή του και τα προβλήματά της. Η πίστη στην παντοδυναμία του γλωσσικού ξανανιωμού παραμερίζει εμπρός στη συνείδηση πως η ζωντανή γλώσσα, για πολλά απαραίτητη προϋπόθεση, θα καθιερωθεί και θα διαμορφωθεί ευκολότερα όσο δίνεται με την ευκαιρία να εκφραστούν κρυμμένες δημιουργικές δυνάμεις και όσο ουσιαστικότερο είναι το περιεχόμενο που θα διατυπωθεί στην καινούρια γλωσσική μορφή· όσο αυτή θα συναυξάνεται με κείνο, θα το έχει δουλεμένο και θα το συμβολίζει. Και όσο προκόβει η δημοτική και κερδίζει, τόσο καθαρότερα φαίνονται οι δυσκολίες που μένει να νικηθούν και η μεγάλη εργασία που απομένει, για να εκφράσει η κοινή εθνική γλώσσα ένα νεοελληνικό πολιτισμό.

Το γλωσσικό πρόγραμμα που ξεκαθαρίζεται, στη βάση πάντοτε της δημοτικής και σύμφωνα άλλωστε με τη λογοτεχνική χρήση, αντικρίζει τις φραστικές δυσκολίες με λιγότερο απλό τρόπο, άλλα πιο σύμφωνα με τις γλωσσικές ανάγκες και το γλωσσικό μας αίσθημα (ανεπηρέαστο φυσικά από την αρχαϊστική πρόληψη). Έτσι, ενώ στο λεξιλόγιο αποφεύγονται όσα λάθη έγιναν παλιότερα, στη φωνητική και ιδιαιτέρως στο ζήτημα των συμφωνικών συμπλεγμάτων καθορίζεται σύστημα σημαντικά διαφορετικό από τη διδασκαλία του Ψυχάρη, και στο τυπικό οι σχηματισμοί της δημοτικής συμπληρώνονται με μερικούς απαραίτητους λόγιους τύπους (συγγραφείς, προβλήματος).

Το γραμματικό αυτό σύστημα ξεχωρίζει από τη διδασκαλία του Ψυχάρη σε σημεία που νόμισε εκείνος σημαντικά και βρήκε γι' αυτό συχνά ευκαιρίες να πολεμήσει τους οπαδούς της «μισής» γλώσσας χωρίς γραμματική, που χωρίς ωστόσο πολεμική αποσχίστηκαν από κείνον που τους στάθηκε Οδηγητής. Βγαλμένο όμως από ορισμένες ανάγκες της ελληνικής ζωής και ιστορίας, φύλαξε, νομίζω, την αλήθεια που έκρυβε το κήρυγμά του και που μένει ως σήμερα απολυτρωτική και γόνιμη — την ανάγκη να θεμελιωθεί η γραπτή γλώσσα στη λαϊκή, την ανάγκη γραμματικής με αντικειμενική βάση.

*

**

Δε θα ήταν σωστό να κλείσει ο λόγος για τον Ψυχάρη, χωρίς να θυμηθούμε την ηθική του φυσιογνωμία — κάτι που σπάνια παρουσιάστηκε όμοια στην πνευματική ιστορία της νέας Ελλάδας—πρώτη στις αρετές που βοήθησαν να στερεωθεί το έργο του. «Η αλήθεια είναι ανώτατος σκοπός στη ζωή των ατόμων και των λαών ...» (1886). «Η αλήθεια θα μείνει αλήθεια... Για να υπάρχει, δεν έχει ανάγκη μήτε να τη βλέπουμε, μήτε μάλιστα να ξέρουμε την ύπαρξή της. Η αλήθεια κάποτε μοιάζει με τ' αστέρια τα μακρινά που δε φαίνουνται μέσα στον ουρανό, κι ωστόσο λάμπουνε ολομόναχα κι ας μην τα βλέπει κανένας!» (1888). «Ένας λαός υψώνεται άμα δείξει πως δε φοβάται την αλήθεια».

Την αλήθεια που ένιωσε μια φορά την είπε παστρικά, επίμονα και άφοβα, όπως την έβλεπε και την πίστευε, σε ολόκληρη τη ζωή του και σε κάθε περίσταση, αδιάφορος στην ειρωνεία και το διασυρμό, στις μικρόπρεπες, πρόστυχες και κακόπιστες πολεμικές και συκοφαντίες, στις μπόρες και τ' αναθέματα που σήκωσε, τις πρώτες ιδίως δεκαετίες, τ' όνομά του σε κοινωνία που τον είδε σαν εχθρό της και δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να τον καταλάβει. Με το να ζει βέβαια στο εξωτερικό του γίνονταν αυτό ευκολότερο. Άλλα ποιος άλλος δε θα πικραίνονταν και δε θα έχανε την υπομονή;

Με ορμή ωστόσο νεανική ως το τέλος, που του έκοψαν το πόδι, πότε με χαμόγελο μεθυγραφικό και πότε με τσουχτερό μαστίγιο, με πεποίθηση πάντοτε στην αναγκαιότητα και στη σπουδαιότητα του έργου που καταπιάστηκε, το συνέχιζε και το συμπλήρωνε όσο μπορούσε, αφιερώνοντας όλο και πιο αποκλειστικά την επιστημονική του ενέργεια για να διαφωτίσει, να εξυψώσει και να κανονίσει την αθάνατη γλώσσα στη νέα της μορφή, σα να μην είχε γίνει τίποτε, σα να ήταν το πράμα αποφασισμένο απ' όλους, σα να είχε εμπρός του την αιωνιότητα. Θα δείχνονταν ακόμη μεγαλύτερος, αν δεν είχε μικρούς αντιπάλους. Άλλα η ρετσινιά και τ' όνειδος του μαλλιαρισμού του θα του καταλογιστούν από ιστορία γι' αρετή και τιμή. Του το αναγνώρισαν όσο ζούσε οι λογοτέχνες όλοι που έτρεξαν στο σάλπισμά του, οι νέοι εμπνέονταν απ' αυτόν ένα εθνικοκοινωνικό ιδανικό κι έβλεπαν στον Ψυχάρη μια ηθική αρχή κι ένα σύμβολο σε αγώνα, που άσχετα ακόμη με τις επιτυχίες του, ξύπνησε αγωνιστές και φανέρωσε χαρακτήρες. Και μένει κληρονομιά του Ψυχάρη, μαζί με το έργο του, που για καιρό θα το μελετούν όσοι θα θελήσουν να γράψουν σωστά τη νέα κοινή γλώσσα (η «Απολογία» του παίρνει εδώ την πρώτη θέση), το ιδανικό της «Ιδέας» του με το πλάτεμα που πήρε, ως σήμερα ζωντανό και άξιο να υψώσει εκείνους που θα του γίνουν εργάτες.

*

**

Και τώρα που έφυγε ο Ψυχάρης απ' αυτήν τη ζωή, όσοι πιστεύομε στο έργο του έχομε να θυμηθούμε ευγνώμονα την προσπάθειά του, ξεχνώντας τα λίγα ή τα πολλά που γελάστηκε, ή όσα νομίζομε εμείς πως γελάστηκε. «Είχα προαίρεση καλή» λέει στο «Ταξίδι» του ο ίδιος προφητικά στον αυριανό ποιητή, καθώς μας το θύμισε τελευταία ένας κριτικός, «και δεν πέτυχα σαν που θα πετύχεις». Ας φανούν οι καλύτεροί του, να το επιχειρήσουν. Έκαμε ό,τι ήταν στο χέρι του.

Το μόνο που αφήνομε σβήνοντας από τη ζωή, είπε κάπου ο πεθερός του Ψυχάρη, ο Renan, είναι η θύμησή μας σε κείνους που μας αγάπησαν· και είναι και αυτό πολύ για ένα θνητό.

Ο Ψυχάρης αφήνει την ανάμνησή του στην πνευματική ιστορία της νέας Ελλάδας. Αλλά και περισσότερο ακόμη: βοήθησε τους νέους Έλληνες να πλατύνουν, καθώς είπε ο ίδιος, τα πνευματικά τους σύνορα, να σεβαστούν τον εαυτό τους και να γράψουν τη μητρική τους γλώσσα. Όσο θα υπάρχουν στη ζωή Έλληνες που θα τη μιλούν και θα τη γράφουν με αγάπη, θα ζει ο Ψυχάρης μαζί της σαν ένας από εκείνους που εργάστηκαν για να την υψώσουν. Και αν η ανάμνηση μείνει ζωντανή στη συνείδηση των ερχόμενων γενεών, τότε δίχως άλλο θα του στήσουν, καθώς το ζήτησε μια φορά στα παλιότερα χρόνια του δημοτικισμού, ένας φίλος της Ελλάδας, ο Κ. Krumbacher, το άγαλμά του. Όχι για να τιμήσουν εκείνον που δεν το χρειάζεται πια, παρά για να συμβολίσουν τη γλωσσική αρμονία που θα βασιλεύει πια στον ελληνισμό.

Εύχομαι η μέρα αυτή να μην αργήσει.

Θεσσαλονίκη, 3 Νοεμβρίου 1929

 

αρχή

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Όποιος θελήσει μ’ ένα σύντομο σημείωμα να χαραχτηρίσει τη ζωή και το έργο του Ψυχάρη επιχειρεί κάτι πολύ δύσκολο και που αναγκαστικά θα είναι λειψό.

Γιατί ο Ψυχάρης είναι μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, ζωντανή και πλούσια και αξιομελέτητη και στα πιο μικρά κινήματά της. Είναι ένας τύπος αντιπροσωπευτικός και διδαχτικός, ένας άνθρωπος, που γέμισε με τη δράση του μισόν αιώνα ελληνικής πνεματικής ζωής. Ενδιαφέρνουν όλα του. Η γενιά του, η παιδική του ζωή, ο κύκλος που ανατράφηκε στα πρώτα του χρόνια, οι σπουδές του, η διαμόρφωση του ανθρώπου και του επιστήμονα, η γέννηση και το ωρίμασμα των ιδανικών του, η ατομική του ζωή, το élan vital το τόσο σπάνιο, πηγαίο και ορμητικό, αδιάκοπο και αμετάπτωτο ως την τελευταία του πνοή, η συναιστηματική του ζωή οργανικά ενωμένη με την πνεματική του δημιουργία, η επιστημονική του νοοτροπία και η επιστημονική δράση του, η λογοτεχνική του προσπάθεια, η αγωνιστική του διάθεση, η κριτική του και πάνω απ’ όλα η γλωσσική Ιδέα. Η ιδέα, που τον κυριάρχησε και που αφιχτόδεσεν όλο το πολύτροπο είναι του σε μιαν ενότητα και έκαμε τη ζωή και τη δράση του ένα ολοκληρωμένο έργο. Και ακόμα είναι αξιομελέτητη η συντυχία, που τον έφερε σε τόσο στενή επαφή με το γαλλικό πολιτισμό της Τρίτης Δημοκρατίας, η ανταπόκριση που βρήκε η ψυχοσύνθεση του στη γαλλική επιστήμη, στο γαλλικό ορθολογισμό και στη γαλλική διανόηση του ΙΘ' αιώνα, η στιγμή της ελληνικής ζωής που φανερώθηκε ο Ψυχάρης, το ανατάραγμα που έφερε το μήνυμά του στην ελληνική σκέψη, οι δημιουργικές δυνάμεις, που ξύπνησαν από τον αντίλαλο της φωνής του. Η μελέτη της ζωής και του έργου του Ψυχάρη, μπορεί να πει κανείς χωρίς υπερβολή, θα περιλάβει τη σπουδή της ελληνικής πνεματικής ζωής στα τελευταία πενήντα χρόνια. Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της ανασκόπησης αυτής. Ό,τι ειπώθηκε ως τώρα είναι κομματιαστό και βιαστικό. Ένας λαός όμως δείχνει, πως έχει μέσα του θέληση και δύναμη ζωής, όσο βαθύτερα κι εντατικότερα, όσο περισσότερο με προσοχή και αγάπη μελετάει τους πνεματικούς εργάτες του.

* *

Ο Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οντέσσα στις 15 του Μάη στα 1854. Ο πατέρας του Νικολάκης Ψυχάρης ήτανε γιος του Μισέ Γιάννη του Χιώτη. Ο Μισέ Γιάννης βρέθηκε στην Πόλη, φτωχό παιδί στα γιοφύρια του Γαλατά, ύστερα από τη σφαγή της Χιος. Και όμως αποκαταστάθηκε πλούσιος έμπορος τσοχατζής, γνωρίστηκε με Τούρκους πασάδες και με δυο Σουλτάνους, απόχτησε δύναμη κι επιρροή μεγάλη κι έφτασε να διοριστεί μπέης της Χιος. Η μορφή του παππού του στάθηκε πάντα ζωντανή κι επιβλητική στην ψυχή του Γιάννη Ψυχάρη.

Η μητέρα του, από την οικογένεια Μπιάζη-Μάβρο, αποκαταστημένη στην Οντέσσα. Ο μπαμπάς του και οι θειοι του εμποροτραπεζίτες στην Πόλη και στην Οντέσσα. Υπηρετήσανε κιόλας ένας δυο απ’ αυτούς πρόξενοι της Τουρκιάς σ' ευρωπαϊκές πολιτείες. Η γενιά του λοιπόν ήταν αρχοντική, εμποροφαναριώτικη, μ' επιγαμίες και συγγένειες στη Ρουσία, στη Μαρσίλια, στα Παρίσια, καθαρή μεγαλοαστική φαμίλια φραγκομαθημένη. Ο Γιάννης Ψυχάρης, ο «Βάνιας», όπως τον έλεγαν πάντα οι δικοί του, ήτανε μοναχοπαίδι, γιατί η μάνα του πέθανε και τον άφησε δεκαοχτώ μηνώ και ο πατέρας του δεν ξαναπαντρέφτηκε. Ανατράφηκε στην Πόλη σε «αριστοκρατικό» κύκλο, μιλώντας και με τον πατέρα του συχνά γαλλικά. Αργότερα, παιδί ακόμη, έμενε και σπούδαζε στη Μαρσίλια και στο Παρίσι σε συγγενικά του σπίτια. Από μικρός έχοντας κλίση στα γράμματα, βρίσκοντας μέσα του ταλέντο συγραφέα, αποφάσισε να σπουδάσει φιλολογία και έκαμε στο Παρίσι σπουδές λαμπρές, που τις θυμάται ως τα γεράματά του. Πήγε και στη Γερμανία, γύρισε πάλι στο Παρίσι, ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στα μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, και στα 1884 γένηκε υφηγητής και αργότερα καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στην Ecole des Hautes Etudes.

Στα 1904 έγινε καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στην Ecole des langues orientales vivantes. Στην Ελλάδα κατέβηκε τέσσερις ή πέντε φορές, το περισσότερο για μελέτη. Στα 1912 χώρισε από την πρώτη του γυναίκα, την Νοεμή Ρενάν, και παντρέφτηκε την Ειρήνη Baume και τότες έγραψε το βιβλίο τον «Le crime du poete». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βασανίστηκε από κακή αρρώστια, που τον κράτησε ακρωτηριασμένο στο κρεβάτι. Και όμως δεν έχασε τίποτε από το θάρρος του, το χιούμορ του, τους θυμούς του. Το τελευταίο βιβλίο του, «Un pays qui ne veut pas de sa langue», είναι από τα καλύτερα δημιουργήματα του νου του. Πέθανε στις 30 του Σεπτέμβρη στα 1929.

* *

Η φιλολογική μόρφωση του Ψυχάρη ήτανε βαθειά και πλατιά. Τα αρχαία Ελληνικά του και τα Λατινικά του πολύ γερά, η γνώση της γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας τέτοια, που, όπως λέει ο ίδιος, ο Ρενάν του έδειχνε τα δοκίμιά του και ζητούσε τη γνώμη του.

Όλες οι νεότερες μεγάλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες του ήτανε γνώριμες. Ως τα γεράματά του αράδιαζε στίχους, ποιήματα αλάκαιρα από κάθε μεγάλο ποιητή παλιότερο ή σύχρονο. Τα πνεματικά του χαρίσματα ήτανε εξαιρετικά. Η παρουσία του νου του αδιάπτωτη, η φινέτσα του, η σπιρτάδα του μυαλού, η βέρβα, το χαμόγελο, το πείραγμα, ο έξυπνος πρεπούμενος λόγος αφάνταστα πρόχειρος. Ήτανε ένας μοναδικός ομιλητής και μπροστά στο μεγάλο κοινό και σε μια φιλική συνομιλία. Στην πιο απλή επαφή μαζί του ένιωθες ένα ολοζώντανο μυαλό. Ο λόγος του, το μάτι του, το γέλιο του, το χέρι του έλαμπαν σαν ένα αστραφτερό ατσάλι. Προικισμένος με τέτοια εφόδια, με κορμοστασιά τέλειου άντρα, ψηλός, γεμάτος, λαμπαδιστός, πρόσωπο αντρίκιο, αδρό και φίνο συνάμα, μπήκε και μέσα στους κοινωνικούς κύκλους του επιστημονικού Παρισιού σαν ένας καταχτητής. Ο γάμος του με τη Νοεμή Ρενάν, μοναχοκόρη του Ερνέστου Ρενάν, που ήτανε κορυφαίος της γαλλικής επιστήμης και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της Γαλλίας, στα 1880, το μαρτυράει.

**

Η πρωταρχική φιλοδοξία του Ψυχάρη ήτανε να γίνει μεγάλος ποιητής. Όταν σπούδαζε στη Γερμανία, έγραψε κάποτε στο θειο του· «j'e veux être Goethe on rien» Και τη φιλοδοξία τούτη την κράτησε ακοίμητη ως το τέλος της ζωής του. Ότι ήτανε προικισμένος με λογοτεχνικό ταλέντο είναι χωρίς άλλο σωστό. Άλλο το ζήτημα αν ήταν και μεγάλος δημιουργός. Είχε όμως πρώτα απ’ όλα την αίστηση της φόρμας. Ήτανε στυλίστας με τόση γνώση και τέχνη, όπου είχε το θάρρος και τη δύναμη να γράψει λογοτεχνικά έργα σε τρεις γλώσσες: Ελληνικά, Γαλλικά και Ιταλικά. Είχε ακόμη σε εξαιρετικό βαθμό εξελιγμένη την ικανότητα να δέχεται ενεργητικά, να ρουφάει τη ζωή. Ανοιχτές οι αίστησές του, από μικρό παιδί, στο κάθε τι που γινότανε γύρω του, του πλούτιζαν τον εσωτερικό του κόσμο. Και ό,τι έπαιρνε, το κρατούσε και το δούλεβε, το μετουσίωνε, ή καλύτερα προσπαθούσε να το μετουσιώσει καλλιτεχνικά.

Η προσπάθεια του ήτανε ίσως υπερβολικά συνειδητή και υπερβολικά οπλισμένη με φιλολογικά μέσα. Η πρόθεση, η προμελέτη, το σχεδιασμένο φαίνονται στα λογοτεχνικά έργα του περισσότερο απ’ ό,τι στέκει σ’ ένα πηγαίο καλλιτέχνημα. Ξεχύνεται όμως η συγκίνησή του ειλικρινά. Ήτανε τόση η εσωτερική του παρόρμηση να δίνει ανοιχτά τον εαυτό του αλάκαιρο και τόση η ξέσκεπη παλληκαριά του σ' αυτό, όπου νιώθει κανείς αληθινά τον άνθρωπο που κινιέται λέφτερα μέσα στην περιοχή της τέχνης και πάνω από κάθε συμβατικότητα εξωκαλλιτεχνική. Ο Ψυχάρης ήτανε ένας «ομολογητής». Είχε ειλικρίνεια και λεφτεριά, ξεχωριστά γνωρίσματα του δημιουργικού καλλιτέχνη. Μα η καλλιτεχνική διάθεσή του φαίνεται ακόμη και από ένα άλλο σημαντικό γνώρισμα. Ενώ η ζωή του κυριαρχήθηκε τόσο πολύ από τη γλωσσικήν ιδέα, όμως σχεδόν ποτέ δεν υπόταξε την τέχνη του στην ιδέα τούτη. Η τέχνη του ήταν ξεχωριστός σκοπός. Γι’ αυτό έγραψε λογοτεχνήματα όχι μόνο ελληνικά μα και γαλλικά και ιταλικά και θεωρούσε τον εαυτό του το ίδιο Γάλλο ποιητή όσο και Έλληνα, μ' όλο που κάποτε είπε, πως θυσίασε στην Ελλάδα τ’ όνειρό του «να γίνει μια μέρα Γάλλος ποιητής, κανένας καινούργιος Chénier» (Ρόδα και Μήλα Δ', σελ. 10).

**

Το λογοτεχνικό έργο του Ψυχάρη είναι μεγάλο. Περιλαβαίνει τ’ ακόλουθα έργα. «Τ' όνειρο του Γιαννίρη» (1897), «Για το Ρωμέϊκο θέατρο. Κυρούλης, Γουανάκος» (1901), «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά. Ιστορικά ενός καινούργιου Ρομπινσώνα» (1904), «Η άρρωστη δούλα» (1907), «Τα δυο αδέρφια» (1910), «Στον ίσκιο του πλατάνου» (1911), «Αγνή» (1913), «Τα δυο τριαντάφυλλα του Χάρου» (1914). Αυτά σε ιδιαίτερα βιβλία. Μα εκτός απ’ αυτά, τα τελευταία χρόνια δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά άλλα μικρά έργα του Ψυχάρη: πεζοτράγουδα, δραματάκια, διηγηματάκια, και βρίσκονται και πολλά ανέκδοτα. Γαλλικά λογοτεχνικά έργα δημοσίεψε τ’ ακόλουθα: «Jalousie» (1892), «Cadeau des noces» (1893) «Le rêve de Janniri» (1897), «La croyante» (1898), «L'épreuve» (1899), «Le crime du poète» (1913), «Sœur Anselmine» (1918),«Le solitaire du Pacifique» (1922), «Typesses» (1904), «Le crime de Lazarine» (1926). Ιταλικά ένα τόμο με τραγούδια: «Fioretti per Francesca».

* *

Τα έργα του αυτά, μα όχι μόνο αυτά μα και πολλά από τα κριτικά και επιστημονικά του έργα, είναι γεμάτα από αυτοανάλυση, εξομολόγηση και περιγραφές πραγματικών προσώπων και περιστατικών. Ο Ψυχάρης μας ανιστοράει παντού πώς είδε τη ζωή, τι είδε από τη ζωή και το γύρω του κόσμο. Και, ας το πούμε ευτύς από την αρχή. Το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής του συγκίνησης είναι ορισμένο και καθορισμένο από την κοινωνική του υπόσταση και την ψυχική του τοποθέτηση. Ο Ψυχάρης είδε το γύρω του κόσμο σαν ένας αστός, που έζησε στο δεύτερο μισό του Ι8ου αιώνα. Όπως σε όλα του, έτσι και στη λογοτεχνική του δημιουργία ο Ψυχάρης δεν ξέφυγε ούτε ένα βήμα από το κοινωνικό του είναι. Δεν αγωνίστηκε για να ιδεί πολύπλευρα τη ζωή, δεν θαλασσοδάρθηκε μέσα στη μεγάλη φουρτούνα της κοινωνικής πάλης. Τα είδε όλα από την αρχή ως το τέλος από την ίδια πλευρά, την πλευρά του νικητή, κυρίαρχου αστού. Τα μεγάλα προβλήματα του ξεφεύγουν, και αν κάποτε αναγκαστεί να τ’ αντικρίσει είναι απλοϊκός σαν αμόρφωτος χωριάτης. Το λογοτεχνικό του έργο αλάκαιρο είναι πρώτα απ’ όλα μια αυτοανάλυση επίμονη, που φτάνει στα σύνορα του ναρκισσισμού. Ο ίδιος είναι μέσα σ’ όλα του τα έργα και από τον άλλον κόσμο οι άνθρωποι μόνο που γνώρισε, που τόνε συγκινήσανε ή τον ερεθίσανε ή τόνε θυμώσανε ή τόνε λυπήσανε. Πάντα και μόνο όσοι ήρθανε σε επαφή με το άτομό του.

Είναι ένας ατομικιστής, που βλέπει τον κόσμο τόσο μόνο, όσο τον ενδιαφέρνει το ατομικό του άνθισμα, η προσωπική του χαρά, η προσωπική του θλίψη, η προσωπική του επιβολή. Και οι άλλοι που βλέπει γύρω του είναι το ίδιο άτομα. Είναι καλοί ή κακοί, όσο φτάνει η προσωπική τους συγκίνηση, το συμφέρο τους, ο χαραχτήρας τους, οι συνήθειές τους. Και από τα προσωπικά πάλι ψυχόρμητα, εκείνα που περισσότερο απ’ όλα τόνε συγκινούν είναι δυο, ο έρωτας και η φιλοδοξία. Ο «έρωτας» είναι το θέμα που ανάλυσε σε όλα του σχεδόν τα έργα. Η ερωτική αγάπη, σαν ένα δικαίωμα προσωπικό, το ανώτατο δικαίωμα, που για χάρη του μπορούσαν να σπάσουν όλοι οι καθιερωμένοι δεσμοί και θεσμοί. Και ό,τι έκαμε στη ζωή του για την αγάπη, βρίσκεται μετουσιωμένο ή άμεσα δοσμένο μέσα στα έργα του. Όμως και την προβληματική του έρωτα, αν και η ζωή του έδωκε μεγάλες και τραγικότατες αφορμές, δεν την είδε σε όλο της το τραγικό βάθος. Μ' όλη τη λυρική συγκίνηση που του προκαλεί, δεν τη βλέπει την αγάπη στο βάθος παρά σαν ένα ατομικό πάθος, μιαν εγωιστική ικανοποίηση. Είναι ο μεγαλοαστός, που περπατάει στη ζωή σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι δικό του, που έχει το δικαίωμα να μυρίσει και να κόψει, να ξεφυλλίσει και να πετάξει το κάθε λουλούδι, και που μπορεί να πονέσει κάποτες από κανένα αγκάθι, που μπορεί να κλάψει για κανένα μαραμένο κρίνο, που μπορεί να κρατήσει με συγκίνηση κάποια θύμηση, μα τραβάει ολοένα παρακάτω περιδιαβάζοντας μέσα στο χτήμα του. Γιατί χτήμα του είναι η ζωή.

* *

Δίνοντας στην αγάπη τέτοια πρωταρχική θέση, ο Ψυχάρης πιστεύει πως γνωρίζει τέλεια τη γυναικεία ψυχή. Οι γυναίκες αληθινά πήραν τεράστιο μέρος στη ζωή του. Μας ξομολογιέται κάπου, πως σαράντα έξι φορές αγάπησε, εξόν από τα διαβατάρικα πουλιά, που απάντησε στο δρόμο του. Και πως εφτά από τις αγάπες του αυτές ήτανε «θανάσιμες». Είναι λοιπόν το έργο του γεμάτο από την προσπάθεια ν' αναλύσει τη γυναίκεια ψυχή. Και πολλές φορές η φινέτσα του στην ανάλυση της γυναίκας είναι μεγάλη. Ωστόσο καμιά από τις γυναίκες, που ζωγραφίζει, δεν κατόρθωσε να την υψώσει σε σύμβολο, σε μορφή ξεκάθαρη, πλαστική, ζωντανή. Χαρακτηριστικός γι’ αυτό που λέμε ο τύπος της Αγνής, που έδωκε και τ’ όνομά της στο μυθιστόρημα τούτο. Όταν διαβάσει κανείς και αποτελειώσει το έργο, η Αγνή έχει μείνει στη σκιά. Εκείνος που ανορθώνεται στην ψυχή μας και αφήνει τον αντίλαλό του είναι ο Αντρέας, δηλαδή ο ίδιος ο Ψυχάρης. Γιατί στ’ αλήθεια αυτόν μας αναλύει και αυτουνού είναι αλάκαιρη η περιπέτεια, που περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Και τούτο γίνεται, γιατί ο Ψυχάρης μ' όλη του την προσπάθεια να μπει στην ψυχή του άλλου, δεν έχει διεισδυτική φαντασία. Είναι εξωτερικός ζωγράφος, πολλές φορές λεπτολόγος αναλυτής, πολλές φορές και πολυλόγος αναλυτής. Μα, ως εκεί.

**

Δίπλα στην αγάπη, η φιλοδοξία, άλλο καθαρό προσωπικό συναίστημα, είναι μέσα στα έργα του το δικαιωμένο ψυχόρμητο της ζωής. Αν υπάρχει κάποιο πλατύτερο, κάποιο γενικότερο ανθρώπινο υπερατομικό στήριγμα σ' αυτήν, είναι μόνο αφορμή και όχι αληθινός σκοπός. Το υπερατομικό αυτό στήριγμα της προσωπικής φιλοδοξίας στην ψυχή του Ψυχάρη είναι το «Έθνος», το «Γένος», η «Ιδέα».Μα το βλέπει κανένας πόσο συμβατικό, πόσο άυλο, πόσο αχρωμάτιστο γίνεται το φόντο αυτό στα έργα του Ψυχάρη, αν και μιλάει σχεδόν αδιάκοπα γι’ αυτό. Ίσως η μοίρα που τον έκαμε δισυπόστατο και στο σημείο τούτο, Έλληνα και Γάλλο μαζί, να έγινε και αφορμή για το ουσιαστικό ξεθώριασμα της ιδέας του «Έθνους», όπως και της γλωσσικής ιδέας σαν ιδέας «εθνικής». Προσωπικές, καθαρά ατομικές θυσίες, δεν έκαμε ο Ψυχάρης για το έθνος το ελληνικό. Όμως στη Γαλλία έδωκε τα δυο του αγόρια. Και μ' όλο το τραγικό αυτό άγγιγμά του από την έννοια της πατριωτικής θυσίας, το έθνος έμεινε ουσιαστικά για τον Ψυχάρη μέσα στην περιοχή της φιλολογίας. Και είναι κι αυτό ένα γνώρισμα μεγαλοαστικό. Ένα φανέρωμα και μια πιστοποίηση του πόσο μακριά στέκεται από το λαό όποιος γνωρίζει το λαό μόνο από τα βιβλία. Πέρα απ’ αυτά τα βασικά ψυχόρμητα, το ιδανικό που μετράει τους ανθρώπους ο Ψυχάρης είναι η αστική αξιοπρέπεια. Μέτρο τον ανθρωπισμού είναι τα φερσίματα του καλοαναθρεμμένου, του πολιτισμένου Ευρωπαίου. Αδιάκοπα μετράει τους Έλληνες με το σχηματοποιημένο πρότυπο ενός ιδανικού τζέντλεμαν. Όσοι δε μπαίνουν στο καλούπι αυτό, είναι κατώτεροι, ανατολίτες, βάρβαροι. Έτσι ο Ψυχάρης μ' όλο το πλατύ λογοτεχνικό έργο του δεν μας παρουσίασε καμιά σύνθεση και κανέναν τύπο, παρά μόνο τον εαυτό του. Όλα τ' άλλα είναι το πλαίσιο του εαυτού του. Ένας αυτοζωγραφισμένος, ειλικρινά, θαρρετά αυτοζωγραφισμένος άνθρωπος.

Ο Ψυχάρης είναι λυρικός ποιητής, αν και πολύ λιγοστούς έγραψε στίχους. Εδώ συνοψίζεται η εσωτερική αξία του έργου του. Η λογοτεχνική αξία του βρίσκεται στη φόρμα. Ο Ψυχάρης ξέρει να γράφει. Είναι ένας καλλιτέχνης, ένας διαμορφωτής του πεζού λόγου. Για την Ελλάδα είναι ως τώρα ο τελειότερος πεζογράφος της. Ως προς την τεχνοτροπία του μένει μέσα στα όρια της εποχής του και της ιδιοσυγκρασίας του. Είναι ρεαλιστής. Τα ψυχογραφήματά του, όπως και οι περιγραφές του φυσικού κόσμου, γίνονται με την πιο καλοσυνείδητη προσοχή και την προσπάθεια της αντικειμενικότητας. Στην αίστηση και την απόδοση της φυσικής ομορφιάς ο Ψυχάρης στάθηκε αληθινός μαέστρος. Οι ζωγραφιές του φυσικού κόσμου, είτε περιγράφει την Ανατολή, την Πόλη, τα νησιά της Προποντίδας, το ελληνικό τοπίο, είτε παρασταίνει την ωκεάνια φύση, τον Ατλαντικό, τα γαλλικά παράλια της Μπρετάνιας, είτε ζωγραφίζει τα ελβετικά βουνά και τη λίμνη της Γενέβης, είναι αληθινά αριστουργήματα.

Οξύνοια, ορθοφροσύνη και αληθινό καλλιτεχνικό γούστο με την ίδια νατουραλιστική τάση έδειξε ο Ψυχάρης και στο κριτικό του έργο. Οι λίγες λογοτεχνικές κριτικές που έγραψε, προ πάντων εκείνη του Σουρή, έμειναν ιστορικές. Η ρεαλιστική τεχνοτροπία του και η κριτική του ασφάλεια έχει τη πηγή και το στήριγμά της στην επιστημονική του νοοτροπία.

Και αληθινά η επιστήμη, το δεύτερο μεγάλο όνειρό του, στάθηκε το ίδιο της ζωής του λαχτάρα, όπως η ποίηση. Λαχτάρα και κατάχτηση πολύ πιο πιστή, πολύ περισσότερο δική του. Και το περίεργο είναι, που στην επιστήμη φαίνεται να πήγε ο Ψυχάρης για να του χρησιμέψει σαν προετοιμασία στην ποίηση. Γι' αυτό διάλεξε να σπουδάσει φιλολογία. Και όμως αυτή ήταν η κυρά. Ο ίδιος δεν ξεδιάλυνε ίσως ποτέ ποιο ήτανε το αληθινό του είναι, ποιητής ή επιστήμονας; Στάθηκε και σ' αυτό δισυπόστατος, όπως και σε πολλά άλλα.

* *

Ο Ψυχάρης σπούδασε φιλολογία στη Γαλλία και στη Γερμανία στις αρχές του τελευταίου τέταρτου του ΙΘ' αιώνα. Η εποχή αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί σα μια κορυφή της αστικής επιστήμης. Οι φυσικές επιστήμες συνεχίζουν το θριαμβευτικό δρόμο τους με αδιάκοπες και απανωτές τις μεγάλες ανακαλύψεις και εφευρέσεις τους. Οι ιστορικές και πνεματικές επιστήμες, ας τις πούμε με το σωστό τους όνομα, οι κοινωνικές, προσπαθούνε να στηριχτούνε στη μέθοδο των φυσικών και να πετύχουνε αποτελέσματα, να καθιερώσουν νόμους το ίδιο γενικούς και απόλυτους, όπως νομίζονταν οι φυσικοί νόμοι. Η Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, μάλιστα με τον καθολικό κοσμικό χαραχτήρα που της έδωκεν ο Σπένσερ, πρόκειται να γίνει ο ενωτικός δεσμός ανάμεσα στη φύση και στο πνέμα. Η τάση αυτή φαίνεται και στη γλωσσολογία και στη φιλολογία, όπου από τη μια μεριά η γλώσσα θεωρήθηκε σαν ένα φυσικό φαινόμενο και οι νόμοι της νόμοι φυσικοί, και από την άλλη μεριά το κάθε πνεματκό δημιούργημα ανεξάρτητα από κάθε άλλη αξιολογική κρίση έχει την ιστορική του αξία, την θέση του στην αδιάκοπη αλυσίδα της εξέλιξης, στη συνέχεια της ζωής και στη μεταλλαγή της. Σ' αυτό ακόμα βοήθησε και ο εγελιανισμός, μετουσιωμένος σε καθαρή επιστημονική και όχι μεταφυσική αντίληψη. Κάθε τι που έγινε είναι λογικό, άρα σωστό. Έτσι γεννήθηκε ο ιστορικός ρεαλισμός, η τάση να διαπιστωθεί και η παραμικρότερη αντικειμενική ιστορική λεπτομέρεια. Μέσα σε μια τέτοια τάση βρίσκει άνετα τη θέση του ο ορθολογισμός. Γιατί, αν κάθε τι που έγινε είναι λογικό, βγαίνει από τη μέση κάθε αντίθεση μεταξύ λογικού και πραγματικού και ό,τι είναι λογικό, είναι και σωστό. Μέσα σ' αύτη την τάση είναι αλάκαιρος ο Ψυχάρης σαν επιστήμονας, πιστός και σ' αυτό αντιπρόσωπος της κοινωνικής του θέσης και του κοινωνικού του καθορισμού. Η γαλλική επιστήμη, που πάντα κρατάει τη μακρόχρονη ορθολογιστική παράδοσή της, τον έθρεψε γερά. Στη φιλολογία η ροπή της εποχής δημιουργεί την προσπάθεια να ερευνηθούν και τα μνημεία των χρόνων εκείνων, που και ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός με τα απόλυτα αξιολογικά τους μέτρα τα περιφρονούσαν. Και τόσο περισσότερο έπρεπε να ερευνηθούν, όσο τα μνημεία αυτά ήτανε λαϊκά ή δημιουργημένα από τεχνίτες, που στεκόντανε κοντά στο λαό. Γιατί ο λαός είναι στα κοινωνικά φαινόμενα ό,τι η φύση στα φυσικά. Έτσι την εποχή εκείνη η γλωσσολογική επιστήμη και η φιλολογία άρχισαν να υψώνουν στη θέση ερευνητικών θεμάτων πρώτης γραμμής και τη μετακλασική και τη βυζαντινή και τη νεότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας και τα πνεματικά μνημεία των χρόνων αυτών. Ο Ψυχάρης γίνεται μαθητής του Emile Legrand, ερευνητής της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας με βάση τα μεσαιωνικά και νέα ελληνικά και τα φιλολογικά μνημεία του Βυζαντινού και νεότερου ελληνισμού. Την ίδια εποχή ακριβώς σπουδάζοντας και ο Χατζιδάκης γλωσσολογία, παίρνει τον ίδιο επιστημονικό δρόμο με τον Ψυχάρη. Η επιστημονική αποστολή τους είναι η ίδια, η ιστορική τους όμως αποστολή στάθηκε ολότελα αντίθετη και τα αίτια γι’ αυτό δεν ήταν επιστημονικά, ήτανε καθαρά κοινωνικά.

* *

Ο Ψυχάρης δημοσίεψε τα ακόλουθα επιστημονικά έργα :

«Terence, Les Adelphes, Texte latin, publiè avec une introduction, des notes en francais, les fragments des Adelphes de Mènandre, les imitations de Molière», Paris (1881).

«La ballade de Lenore en Grèce», Paris (1884)

«Essais de grammaire historique neo-grecque », tome I, Paris (1886); tome II, «Etudes sur la langue médievale», Paris (1888).

«Essai de phonétique néo-grecque. Futur composé du grec moderne, θα γράφω, θα γράψω», Paris (1884).

«Essai de phonétique néo-grecque. Doublets syntactiques. Όταν, όνταν», Paris (1885).

«Le poème a Spanéas», Paris (1886).

«Observations phonétiques et étymologiques sur quelques phénomènes néo-grecs», Paris (1888).

«Observations sur fa langue littéraire moderne et le style de Solomos», Paris (1888).

«Quelques observations sur le phonétique des patois et leur influence sur fa langue commune», Paris (1888).

«Introduction sous forme de lettre a la grammaire de la langue grecque vulgaire de S. Portius», Paris (1888).

«Questions d'histoire et de linguistique, Ιστορικά και γλωσσολογικά ζητήματα. (Μεσαιωνικά κείμενα. Γραμματική-Λεξικό), Constantinople (1888).

«Le roman de Florimont» (1891).

«Etude de philologie byzantine et néo-grecque» (1892).

«Les études du grec moderne en France au XIXème siècle» (1904).

«Le poète Denys Solomos» (1907).

«Etude sur le grec de la Septente» (1908).

«Sophocle et Hippocrate» (1908).

«Effendi: Etude de lexicologie historique» (1912)

«L'arbre chantant» (1910).

«Lamed et Lambda» (1911).

«Salomé et la décollation de Saint-Jean Baptiste» (1916).

«La chèvre chez Homère, chez les Attiques et chez les Grecs modernes» (1921).

«Un pays qui ne veut pas de sa langue» (1928).

Εκτός από αυτά είναι δημοσιεμένα σε περιοδικά γαλλικά πλήθος μελέτες επιστημονικές του Ψυχάρη και απ’ αυτές αναφέρνουμε μόνο μερικές:

«Observations sur la prononciation ancienne et moderne du grec» («Revue Critique», Paris 1887).

«Coup d'œil sur le développement de fa langue néo-grecque» («Revue Critique», 1884).

«Korais et le Grec moderne» («Revue Critique» 1886).

«Sur la formation de la langue médiévale» (Berlin 1888, γερμ. στη Berliner Philologische Wochenschrift).

«La science et les destinées nouvelles de la poesie» («Nouvelle Revue», Paris 1884).

Στα επιστημονικά του έργα καταλογίζονται ακόμη «Τα Ρόδα και Μήλα» τόμ. 5 (ο πέμπτος τόμος διπλός. 1902-1909).

Ας αναφερθούν ακόμη τα κριτικά έργα του: «Ernest Renan» (1925), «Κωστής Παλαμάς» (1927), «Αu-tour de Grèce» (1895). Τέλος ξεχωριστά απ' όλα πρέπει να καταγραφεί «Το ταξίδι μου» (1888), βιβλίο ιδιότυπο και ιστορικό, που γι’ αυτό θα μιλήσουμε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο.

Από την αδημοσίευτη εργασία του το σημαντικότατο έργο φαίνεται να είναι η «Ρωμέϊκη Γραμματική», που από χρόνια τη σχεδίαζε και τη δούλευε και που την τελείωσε με την τελευταία πνοή της ζωής του.

**

Καθώς βλέπει κανείς, εκτός από την επίσημη διατριβή του για τους «Αδελφούς» του Τερέντιου και ένα δυο άλλες μελέτες, όλη του Ψυχάρη η επιστημονική έρευνα στρέφεται στη βυζαντινή και νέα ελληνική εποχή. Οι εργασίες του είναι βέβαια κομματιαστές, για ζητήματα ξεχωριστά, όλο μονογραφίες ή μελέτες. Αν εξαιρέσει κανείς την ανέκδοτη ακόμη γραμματική του, δε μας έδωκε ο Ψυχάρης κανένα μεγάλο συνθετικό επιστημονικό έργο. Αυτό όμως εύκολα εξηγιέται. Ο Ψυχάρης στην επιστήμη ήθελε να είναι «επιστήμονας», δηλ. απόλυτα αντικειμενικός. Κάθε υποκειμενικό στοιχείο, που αναγκαστικά μπαίνει σε μια σύνθεση, το θεωρούσε αντιεπιστημονικό. Γι' αυτό υποστήριξε λ.χ. πως ο Ρενάν δεν ήτανε επιστήμονας, γιατί έγραφε μόνο συνθετικά έργα. Ενώ ο Ψυχάρης έδινε πολύ περισσότερη σημασία σε ένα αντικειμενικό «καθέκαστα» παρά στη σύνθεση του ιστορικού επιστήμονα. «Πας, μαζεύεις δοκουμέντα γνωστά και άμα τα μελέτησες, βγάζεις συμπεράσματα δικά σου, που είναι είτε της φαντασίας σου είτε της ατομικής σου λογικής γεννήματα, όχι όμως άμεσα της επιστήμης παιδιά, όπως όταν άξαφνα βρίσκεις μιαν αρχαία επιγραφή, που αυτό αποτελεί γεγονότο». Εδώ φαίνεται ολοκάθαρα ο οπαδός του ιστορικού ρεαλισμού. Γι' αυτό και ο ίδιος περιόριζε την έρευνά του στα καθέκαστα και θεωρεί τελικό σκοπό της επιστήμης του να καθορίσει ένα νόμο λεπτομερειακό, που να συστηματοποιεί και εξηγάει τα «γεγονότα». Και στο νόμον αυτό, που ερμηνεύει τα γεγονότα, πιστεύει ο Ψυχάρης απόλυτα. Μα ανεξάρτητα απ’ αυτό, στην επιστημονική του έρευνα έδειξεν ήθος αληθινού επιστήμονα, σεβασμό της «αλήθειας», αντικειμενικότητα, ευθυκρισία και οξύνοια. Είναι και σε τούτο το σημείο τυπικός αντιπρόσωπος της εποχής του και της τάξης του. Έχει όλα τα γνωρίσματα του κλασσικού τύπου του επιστήμονα, που δημιούργησεν η αστική τάξη στα μέσα του ΙΘ’ αιώνα. Ρεαλιστής και ορθολογιστής μαζί, διαπίστωσε τη «φυσική» εξέλιξη της γλώσσας στο στόμα του λαού, της γλώσσας, που μόνο στο στόμα του λαού είναι γνήσιο φαινόμενο, «γεγονότο», και έχει απόλυτη αντικειμενική αξία. Από κει ως το γλωσσικό του κήρυγμα είναι ένα βήμα, ένα βήμα όμως, που δεν το ‘καμε ο επιστήμονας, αλλά ο άνθρωπος. Ένα βήμα, που φαινότανε φυσικό και όμως είναι τεράστιο.

Το ότι βρήκε ο Ψυχάρης μέσα του τη δύναμη να κρατήσει απόλυτη συνέπεια αναμεταξύ σε θεωρία και πράξη, αποτελεί την ανθρώπινη αξία του, που τον ύψωσε σε οδηγητή του λαού του. Και απόδειξη, που το βήμα αυτό δεν το ‘καμε ο Χατζιδάκης, επιστήμονας της ίδιας ολκής, της ίδιας εποχής, της ίδιας σχολής και της ίδιας θεωρίας με τον Ψυχάρη. Ο Χατζιδάκης χώρισε θεωρία και πράξη, όπου σημαίνει πως διχάστηκε σαν άνθρωπος και έζησε μέσα σε μια φριχτή και ολέθρια αντίφαση. Αυτό το μεγαλείο και την ευτυχία της εσωτερικής αρμονίας λίγοι διαλεχτοί και ανώτεροι άνθρωποι τα χαίρονται πλέρια σ' όλη τους τη ζωή. Και οι λίγοι αυτοί, όταν είναι προικισμένοι και με δύναμη βουλητική και ικανότητα να διατυπώνουν το στοχασμό τους, γίνονται οι μεγάλοι παρορμητές. Ένας απ’ αυτούς στάθηκε χωρίς αμφιβολία ο Ψυχάρης.

* *

Η εποχή που μορφώθηκε και ήταν έτοιμος να δράσει ο Ψυχάρης παρουσίαζε στους Έλληνες πνεματικούς ηγέτες ωριμασμένο πια το γλωσσικό ζήτημα. Είχε τεθεί τρακόσια και τετρακόσια χρόνια πριν. Μα η ελληνική φεουδαρχία γκρεμίστηκε από τους Τούρκους πριν αρχίσει καν να κινιέται οπωσδήποτε αισθητά η νέα τάξη που θα ζητούσε τη λύση του. Στη θέση της πέρασε η φεουδαρχία των Τούρκων και οι Έλληνες ξέπεσαν όλοι μαζί σε σκλάβους.

Η νέα ελληνική φεουδαρχία που μορφώθηκε, δεσποτάδες και Φαναριώτες στην Πόλη και κοτζαμπάσηδες στις επαρχίες, κληρονόμησαν την βυζαντινή παράδοση και συμμαχούσαν με τον Τούρκο. Η ελληνική αστική τάξη, που μορφωνότανε σιγά σιγά και δύσκολα κάτω από την τουρκική σκλαβιά, από το δέκατο έβδομο αιώνα έκαμε κιόλας τα πρώτα της πνεματικά κινήματα. Στα τέλη του δέκατου όγδοου και στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, όταν πια δυνάμωσε αρκετά για να κινήσει τον πολιτικόν αγώνα ενάντια στην ξένη κυριαρχία, παρουσίασε και τους αντιπροσώπους της, που ζήτησαν να λυθεί και το γλωσσικό πρόβλημα με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που το ‘λυσαν οι αστικές τάξες στη Δύση, υψώνοντας δηλ. τη λαϊκή γλώσσα σε καθολικό πνεματικό όργανο. Η τάξη όμως αυτή αμέσως ύστερα από την επανάσταση του 1821 έχασε τα οικονομικά στηρίγματά της στο μικρό κράτος που λεφτερώθηκε. Στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μια καινούργια παρασιτική φεουδαρχία, με ένα υπόστρωμα μικροαστικό και ένα εξαθλιωμένο πενέστη λαό, ανίκανο να κατατοπιστεί και να κινηθεί στα κοινωνικά προβλήματα και να κατανοήσει οποιαδήποτε ιστορική αποστολή. Η μοίρα του αλύτρωτου «γένους» βάραινε τρομερά απάνω στους λέφτερους Έλληνες και εκεί στην Τουρκιά έμεναν οι προεπαναστατικές κοινωνικές φόρμες. Ο παρασιτικός φεουδαρχισμός του ελληνικού κράτους εύρισκε σύμμαχο το βυζαντινοκρατημένο Πατριαρχείο. Έτσι έσβησαν και τα πρώτα απολυτρωτικά κινήματα στο γλωσσικό πρόβλημα και όλο το Έθνος στα μέσα του ΙΘ’ αιώνα τραβούσε για την ανάσταση της αρχαίας γλώσσας. Όταν άρχισαν να δυναμώνουν τα αστικά κέντρα του αλύτρωτου ελληνισμού, οι αστικές ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό, και να διαμορφώνεται κάπως μια ισχυρότερη εμποροτραπεζιτική τάξη στην Αθήνα, το γλωσσικό ζήτημα ξαναμπήκε στη μέση ορμητικό.

Χαραχτηριστική είναι η δεκαετία 1880-1890. Απ' όλες τις πλευρές ξυπνάει το ζήτημα. Από την Εφτάνησο, όπου κρατούν τη Σολωμική παράδοση, από την Αθήνα, όπου οι νέοι ποιητάδες νιώθουν την ανάγκη να γράψουν στη λαϊκή γλώσσα, από το εξωτερικό, όπου μίλησε με μιας και τελειωτικά ο Ψυχάρης. Στη θεωρία αντιπροσωπεύονται τα ρέματα της εποχής από έξι ονόματα. Κόντος, Χατζιδάκης, Βερναρδάκης, Ροΐδης, Πολυλάς, Ψυχάρης. Ο Κόντος: Γυρισμός στην αρχαία παράδοση, φεουδαρχία. Ο Χατζιδάκης: «Ναι, έχει δίκιο ο Κόντος, αν πρόκειται να γράψουμε την αρχαία, καλό όμως θα ήτανε να παίρναμε τη δημοτική το δέκατο έβδομο αιώνα από την Κρήτη, καλό είναι και τώρα να πάρουμε τη δημοτική δια μιας, όχι σιγά σιγά, μα αργότερα, αφού τη μελετήσουμε πρώτα». Μασημένα λόγια αντιδραστικού ανθρώπου, που τον βαραίνει η επιστημονική του συνείδηση. Ο Βερναρδάκης και ο Ροΐδης: «Να προχωρήσουμε στη δημοτική σιγά σιγά καθαρίζοντας την καθαρεύουσα από τα αρχαϊκά της στοιχεία». Ο Πολυλάς: «Ελληνικός ποιητικός λόγος δε μπορεί να υπάρξει χωρίς τη δημοτική». Και οι τρεις αντιπρόσωποι ενός μικροαστικού, αδύναμου και συναιστηματικού προοδευτισμού με αμφιταλάντεψη και δισταγμούς και αντιφάσεις. Ο Ψυχάρης: «Μόνο δημοτική και τώρα αμέσως και σε όλα τα είδη του λόγου». Αστικός ρεαλισμός και πραγμάτωση! Ο Ψυχάρης, είναι γνήσιο λουλούδι του ελληνικού αστισμού, πιστός αντιπρόσωπος της τάξης του και της γενιάς του· από τους εμποροχρηματιστές της Πόλης και της Οντέσσας και των ελληνικών παροικιών της Δύσης, δηλ. από τους πιο προοδεμένους Έλληνες αστούς, βρήκε τη σωστή λύση του το γλωσσικό πρόβλημα, όπως εκεί πρωτοοργανώθηκε και η επανάσταση του 1821.

* *

Ο Ψυχάρης ήτανε άνθρωπος του «πρέπει», ενός αμείλιχτου κατηγορικού κανόνα. Εδώ είναι όλο το μεγαλείο του, ο τίτλος του για την ιστορία. Και είχε όλα τα καθαρά γνωρίσματα του επαναστάτη οδηγητή μέσα στο ρόλο που του όρισαν οι αντικειμενικοί όροι. Είχε τη γνώση, μια γνώση ξεκαθαρισμένη, φωτισμένη, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμιάν αμφιβολία, χωρίς καμιά ταλάντεψη. Και είχε την πίστη, την απόλυτη πίστη. Και είχε την παλληκαριά των ιδεών του και της πίστης του, την απόλυτη αδιαλλαξία, το φανατισμό, και την απόλυτη συνέπεια.

Όσα του κατηγόρησαν οι εχτροί του, όσα του κατηγόρησαν οι ταλαντευόμενοι μικροαστοί, όσα του έψεξαν οι λιγόψυχοι δημοτικιστάδες, αυτά ίσα ίσα αποτελούν την αρετή του. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει επαναστάτης και δεν υπάρχει οδηγητής.

**

Έτσι έγραψεν ο Ψυχάρης το «Ταξίδι». Και στάθηκεν ακέριος, ατράνταχτος σαράντα χρόνια στο πυργοκάστελό του, απάνω στην πολεμίστρα, χωρίς μια στιγμή να αποκαρδιώσει, χωρίς μια στιγμή να φοβηθεί, με ένα πάθος ακούραστο, απαράμιλλο, πάθος για την ιδέα, πάνω από τα πρόσωπα, πάνω από κάθε μικρότητα.

Μέσα στο «Ταξίδι» είναι όλος ο Ψυχάρης, ο επιστήμονας, ο λογοτέχνης, ο κριτικός, ο μαχητής, ο άνθρωπος. Είναι το «έργο» του. Μπορούσε και να πεθάνει ύστερ' απ’ αυτό χωρίς να χάσει τίποτε από τον ιστορικό του ρόλο. Όλες οι ικανότητες του Ψυχάρη συντρέξανε για να συνθέσει με μιας το έργο αλάκαιρης της ζωής του.

Ο ίδιος δεν το ξεπέρασε ποτέ, μα ούτε το ξεπέρασε κανείς άλλος από την τάξη του. Δεν είναι έργο θεωρητικό. Δεν είναι μόνο επιστήμη. Είναι και λογοτεχνικό, είναι και κριτικό. Και περισσότερο απ' όλα είναι το έργο που δίνει την ιδέα ακέρια και ολοκληρωτικά ενσαρκωμένη. Δε ζητάει να πείσει το έθνος να πάρει τη λαϊκή γλώσσα, του έδωκε τη γλώσσα. Και την έδωκε απαρτισμένη, κανονισμένη, με μιας.

Ο ελληνικός πεζός λόγος δεν παρουσίασε τίποτε ως τώρα που να ξεπέρασε το «Ταξίδι». Είναι για το δημοτικισμό έργο κλασσικό και θα μείνει φαίνεται ακόμη για πολύ, ως που ν' ανέβει ο νεοελληνικός πεζός λόγος ως το «Ταξίδι». Σήμερα μόλις αρχίζουμε να νιώθουμε τη βαθύτερη, την αναγκαστική του προσταγή.

**

Η σημερινή εποχή ξεπέρασε τον Ψυχάρη, όχι όμως γλωσσικά. Τον ξεπέρασε κοινωνικά. Μα ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτό ήταν έξω από την αποστολή του. Η δικαίωση του Ψυχάρη σα γλωσσικού ρυθμιστή θα είναι απόλυτη. Ο Ψυχάρης ο λογοτέχνης, ο Ψυχάρης ο επιστήμονας, ο Ψυχάρης ο εθνικιστής, ο Ψυχάρης ο αντιδραστικός στα κοινωνικά προβλήματα, ο Ψυχάρης ο κριτικός έμεινε μέσα στα σύνορα της εποχής του και της τάξης του και πέθανε μέσα σ’ αυτά.

Ο Ψυχάρης όμως ο γλωσσικός οδηγητής άφησε μια κληρονομιά ολοζώντανη και την άφησε όχι σε κείνους που ο ίδιος φανταζότανε. Την άφησε σε κείνους που πήραν στα χέρια τους αληθινά τον αγώνα για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού.

Αν πρόκειται να ζήσει ο λαός τούτος, θα περάσει αναγκαστικά από τον κανόνα του Ψυχάρη και όσοι δουλεύουν πνεματικά για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού, θα προδώσουν την αποστολή τους, αν δεν υποτάξουν τον εαυτό τους στο γλωσσικό κανόνα που έδωκεν Εκείνος.

 

Αθήνα, Μάρτης του 1930

Δ. ΓΛΗΝΟΣ

 

 αρχή